Μετάφραση και παρουσίαση της μελέτης περίπτωσης '' Norovirus in Vermont '' βασισμένο σε πραγματικό γεγονός που συνέβη το 2004 - Έκδοση του Centers for Disease and Prevention CDC
Translation and presentation of the case study '' Norovirus in Vermont '' a classroom case study based on a real-life outbreak investigation undertaken in Vermont in 2004 - Centers for Disease and Prevention CDC
Keywords
Νοροϊός ; Norovirus in Vermont ; Κέντρο ελέγχου πρόληψης νοσημάτων ; Norovirus ; Centers for Disease Control and Prevention ; Caliciviruses ; Οξεία γαστρεντερίτιδα ; Καλυκοϊούς ; Αcute gastroenteritisAbstract
Η Δημόσια Υγεία αποτελεί την επιστήμη η οποία μέσω οργανωμένης προσπάθειας και ενεργειών προς κοινωνίες , ομάδες και άτομα επικεντρώνεται στην προαγωγή της υγείας, την πρόληψη ασθένειας και στην εξάλειψη απειλών με στόχο το μέγιστο δυνατό επίπεδο υγείας όπως την διατυπώνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δηλαδή την «κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο την απουσία ασθένειας ή αναπηρίας» (Constitution of the World Health Organization,). Η διαρροϊκή νόσος αποτελεί σημαντική αιτία θνησιμότητας στα άκρα κυρίως της ηλικίας και μια νόσο με μεγάλο αριθμό περιστατικών στα οποία δεν τίθεται καν η διάγνωση. Τα τροφιμογενή νοσήματα απαιτούν ενδελεχή κλινική εξέταση και διερεύνηση μέσω καλλιέργειας κοπράνων, εξετάσεις αίματος και εξετάσεις για παράσιτα. Τα συμπτώματα ποικίλουν και περιλαμβάνουν ευαισθησία , πόνο και κράμπες στην κοιλιά, ναυτία, έμετο, διάρροια, αδυναμία και ζάλη. Το 11% των τροφιμογενών λοιμώξεων οφείλεται σε ιούς (EFSA, 2019). Οι πιο συχνά αναγνωρισμένες τροφιμογενείς λοιμώξεις προκαλούνται από τα βακτήρια Campylobacter, Salmonella και E. Coli και από μια ομάδα ιών που ονομάζονται Caliciviruses. Περίπου 1 στους 10 ανθρώπους αρρωσταίνουν ετησίως καταναλώνοντας μολυσμένα τρόφιμα και 420 000 πεθαίνουν. Πολλά διεθνή πρότυπα ελέγχου έχουν καθιερωθεί διασφαλίζοντας την ποιότητα (πχ. HACCP) και εφαρμόζονται σε ένα αυξανόμενο φάσμα τροφίμων σε συνδυασμό με πολλαπλές μεθόδους εξυγίανσης των τροφίμων. Διάφορων ειδών επιδημίες που οφείλονται σε τροφιμογενείς λοιμώξεις (κοινής πηγής, κλιμακούμενες ή μικτές) έχουν επιβαρύνει σημαντικά συστήματα υγείας και έθεσαν υγειονομικές αρχές σε συναγερμό. Ο νοροϊός είναι ένα ανθρώπινο εντερικό παθογόνο που αφορά τροφιμογενή λοίμωξη και ένας ιός RNA της οικογένειας Caliciviridae. Πολλοί παράγοντες ενισχύουν την μεταδοτικότητα του ιού όπως η μικρή μολυσματική δόση που απαιτείται για μόλυνση, η παρατεταμένη ιογενής αποβολή του μέσω κοπράνων και το υψηλό ποσοστό μετάλλαξης του που οδηγεί σε αντιγονική ποικιλομορφία (Melhem et al., 2016). Περαιτέρω η ικανότητα του να επιβιώνει στο περιβάλλον τον καθιστούν ως μια από τις σημαντικότερες αιτίες οξείας γαστρεντερίτιδας με μεγάλη αθροιστική επιβάρυνση στην κοινότητα με ποσοστό 18% περίπου όλων των περιπτώσεων οξείας γαστρεντερίτιδας (Nguyen et al., 2017). Τις κύριες οδούς μετάδοσης αποτελούν η κοπρανο-στοματική, το νερό, το φαγητό κυρίως με οστρακοειδή και σαλάτες καθώς και η επαφή άτομο με άτομο. Η περίοδος επώασης του ιού είναι 24-48 ώρες και η μέση διάρκεια της νόσου 12-60 ώρες. Τα συμπτώματα αποτελούνται από ναυτία, έμετο, μη αιματηρή διάρροια και κοιλιακές κράμπες (Kawada et al., 2012). Λιγότερο συχνά συμπτώματα αποτελούνται από πονοκέφαλο, πυρετό, ρίγος και μυαλγίες (Melhem et al., 2016). Ο Νοροϊός αποτελείται από τουλάχιστον 6 γονοομάδες (GI έως GVI) και 40 γονότυπους με τις ανθρώπινες λοιμώξεις από νοροϊό να προκαλούνται σε σειρά συχνότητας από την γονοομάδα GII ως η πιο συχνή (κυρίως GII.4), GI και σε πολύ περιορισμένη έκταση την GIV. Σημαντικό βήμα για την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης αποτελεί η έγκαιρη διάγνωση με την μοριακή μέθοδο με συλλογή δείγματος κοπράνων αλλά και τα κριτήρια του Kaplan που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για εντοπισμό εστιών νοροϊού όταν η μοριακή διάγνωση δεν είναι εύκολα προσβάσιμη (Robilotti, Deresinski and Pinsky, 2015). Η θεραπεία της γαστρεντερίτιδας από νοροϊό είναι υποστηρικτική κυρίως με αναστροφή της αφυδάτωσης και διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών. Αντιεμετικά και αντικινητικοί παράγοντες μπορεί να προστεθούν στη διαχείριση των ασθενών. Δεν υπάρχει επι του παρόντος εμβόλιο για πρόληψη της νόσου που προκαλεί ο νοροϊός και αν και η ανάπτυξη εμβολίου φαντάζει δύσκολη λόγω της αντιγονικής ποικιλομορφίας του ιού ο βασικός ρόλος που διαδραματίζει η RNA-εξαρτώμενη RNA πολυμεράση του νοροϊού στην αντιγραφή του γονιδιώματος του ιού και το γεγονός ότι τα κύτταρα ξενιστές στερούνται ισοδύναμης λειτουργίας την κάνουν ελκυστικό στόχο για ανάπτυξη αντιϊκών θεραπειών ειδικών για τον νοροϊό όπως η νιταζοξανίδη που αξιολογείται σε κλινικές δοκιμές. Αντιϊκές θεραπείες μέσω ταυτοποίησης του ανάλογου νουκλεοτιδίου αναστέλλουν ένα εύρος ιικών πολυμερασών ή μπλοκάρουν το ένζυμο 3CLpro που συμβάλει στην αναπαραγωγή του ιού αλλά διερευνάται και ο ρόλος της θειϊκής ηπαράνης. Χρησιμοποιώντας εργαλεία τελευταίας τεχνολογίας (ακτίνες Χ , φασματομετρία και τεχνολογία συντονισμού πλάσματος) γίνεται προσπάθεια για παραγωγή μονοκλωνικών αντισωμάτων ή σχεδιασμό αντιϊκών μορίων για αποκλεισμό του υποδοχέα HBGA καψιδίου-κυττάρου ξενιστή νοροϊού (Karst, 2010). Άτομα όλων των ηλικιών μπορούν να νοσήσουν με οξεία γαστρεντερίτιδα λόγω νοροϊού. Στις 4 Φεβρουαρίου 2004 το υπουργείο Υγείας του Βερμόντ (VDH) ενημερώθηκε για ξέσπασμα οξείας γαστρεντερίτιδας μεταξύ παιδιών τα οποία είχαν κοινή έκθεση σε κολυμβητικό κλαμπ το προηγούμενο σαββατοκύριακο και αποδόθηκε στο νοροϊό. Μελέτη του συμβάντος αποτελεί η μελέτη περίπτωσης από το κέντρο ελέγχου πρόληψης νοσημάτων των Η.Π.Α. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η απόδοση της μελέτης περίπτωσης Norovirus in Vermont στα ελληνικά, η ανάδειξη της σημαντικότητας της διερεύνησης τροφιμογενών επιδημιών για τη Δημόσια Υγεία, η συσχέτιση του νοροϊού ως αιτία τροφιμογενούς νόσου, οι επιπτώσεις στην υγεία και η ανάδειξη της σημασίας του συγκεκριμένου case study στην εκπαίδευση και γενικά. Οι υδάτινες εγκαταστάσεις προωθούν τον ενεργό τρόπο ζωής, την ευημερία και την υγεία αλλά η κακή συντήρηση στο νερό σε κολυμβητικούς ομίλους και δεξαμενές αναψυχής περιέχει μικροβιολογικούς κινδύνους που θέτουν σε κίνδυνο την Δημόσια Υγεία με πρόκληση εστιών ασθενειών μέσω περιττωμάτων όπως ατυχήματα με κόπρανα, άλλες προσμίξεις όπως βλέννα , έμετο και εκκρίσεις από ζώα, ανεμογεννή ύλη, απορροή όμβριων υδάτων ή φυσικούς κατοίκους του περιβάλλοντα ζεστού νερού ( πχ. φύκια). Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν εποπτεύονται από κυβερνήσεις και οργανισμούς και επιβάλλουν διαδικασίες επεξεργασίας όπως διήθηση σε συνδυασμό με πρωτογενή απολύμανση βάσει χλωρίου ή βρωμίου και δευτερογενή απολύμανση για εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου. Το αποτελεσματικό φιλτράρισμα, η συνεχής ανακύκλωση με μικρό χρόνο ανανέωσης, η ρεαλιστική ισορροπία μεταξύ αριθμού παρευρισκόμενων και χωρητικότητας, η έγκαιρη ενημέρωση για συμβάντα και οι κανόνες υγιεινής αποτελούν προ απαιτούμενα για αποφυγή επιδημιών και ασθενειών. Μια συνηθισμένη μέθοδος για έλεγχο της ποιότητας του νερού αποτελεί η μέθοδος Langelier λαμβάνοντας υπόψη το pH. του νερού, την σκληρότητα ασβεστίου, την αλκαλικότητα, τα ολικά διαλυμένα στερεά και την θερμοκρασία. Μια μελέτη περίπτωσης αποτελεί ενδελεχή εξέταση μιας συγκεκριμένης περίπτωσης σε πραγματικό πλαίσιο οι οποίες χρησιμοποιούνται σε πολλές επιστήμες για να χρησιμοποιηθούν οι γνώσεις που οι εκπαιδευτές μετέφεραν σε μαθητές σε πραγματικές καταστάσεις. Με τις μελέτες περίπτωσης οι μαθητές συμμετέχουν ενεργά και αναπτύσσουν δεξιότητες σε επίλυση προβλημάτων, αναλυτικά εργαλεία, λήψη αποφάσεων, αντιμετώπιση ασαφειών και μέσω της περιγραφικής τους ακρίβειας βοηθούν στο να προσδιοριστούν οι αιτιολογικοί μηχανισμοί σε περίπλοκες περιπτώσεις ή να εξαχθούν θεωρίες και να δημιουργηθούν υποθέσεις.
Abstract
Public Health is the science of an organised effort toward societies, groups and individuals that focuses on the promotion of health through prevention and elimination of threats to achieve the best possible level of health as the WHO defines it «Health is a state of complete physical, mental and social well-being and not merely the absence of disease or infirmity» (Constitution of the World Health Organization,). Diarrheal disease consists of an important cause of mortality especially for the children and the elderly and a disease which is underdiagnosed. Foodborne diseases require consistent clinical examination and high clinical suspicion to be properly investigated and confirmed through stool culture, blood analysis and analysis for parasites. The symptoms vary and include abdominal pain and cramps, nausea, vomiting, diarrhoea, weakness, and dizziness. About 11% of foodborne diseases is attributed to viruses (EFSA, 2019). The most common recognised foodborne disease is caused by the bacteria Campylobacter, Salmonella και E. Coli and by a group of viruses called Caliciviruses. About 1 in 10 people annually become sick by congesting contaminated food products and 420 000 die. Many international standards have been established to examine the quality of food (i.e.: HACCP) and are increasingly applied in a growing spectrum of food products in conjunction with many methods for food purging. Different types of epidemies (common source outbreaks, propagated outbreaks, mixed outbreaks) have caused a significant burden on various health systems all over the world and caused an alert for health officials. An example of a human pathogen transmitted through food products is norovirus. Norovirus is a foodborne human enteric pathogen and an RNA virus of the Caliciviridae family. Many factors enhance the transmissibility of the virus such as the small infectious dose required for infection, its prolonged viral shedding through feces, and its high mutation rate leading to antigenic diversity (Melhem et al., 2016). Furthermore, its ability to survive in the environment makes it one of the most important causes of acute gastroenteritis with a high cumulative burden in the community accounting for approximately 18% of all cases of acute gastroenteritis (Nguyen et al., 2017). The main routes of transmission are faecal-oral, water, eating shellfish and salads, as well as person-to-person contact through aerosols. The incubation period of the virus is 24-48 hours, and the average duration of the disease is 12-60 hours. Symptoms consist of nausea, vomiting, non-bloody diarrhoea and abdominal cramps (Kawada et al., 2012). Less frequent symptoms consist of headache, fever, chills and myalgias (Melhem et al., 2016). Norovirus consists of at least 6 genogroups (GI to GVI) and 40 genotypes with human norovirus infections being caused in order of frequency by genogroup GII as the most frequent (mainly GII.4), GI and to a very limited extent GIV. An important step to prevent further spread is early diagnosis with the molecular method by collecting a stool sample, but also the Kaplan criteria can be used to identify norovirus outbreaks when molecular diagnosis is not easily accessible (Robilotti, Deresinski and Pinsky, 2015). Treatment of norovirus gastroenteritis is supportive primarily with reversal of dehydration and correction of electrolyte disturbances. Antiemetics and antimotility agents may be added to patient management scheme. There is currently no vaccine to prevent the disease caused by norovirus, and although the development of a vaccine seems difficult due to the antigenic diversity of the virus, the key role by the RNA-dependent RNA polymerase of norovirus in the replication of the viral genome and the fact that that host cells lack an equivalent function make it an attractive target for development of norovirus-specific antiviral therapies such as nitazoxanide which is being evaluated in clinical trials. Antiviral therapies through identification of the corresponding nucleotide inhibiting a range of viral polymerases, the blockage of the 3CLpro enzyme that contributes to viral replication and the role of heparan sulphate are to be evaluated. Using state-of-the-art tools (X-ray, spectrometry, and plasma resonance technology) there are efforts for the development of monoclonal antibodies or antiviral molecules that block the norovirus capsid-host cell HBGA receptor (Karst, 2010). People of all ages can develop acute gastroenteritis due to norovirus. On February 4, 2004, the Vermont Department of Health (VDH) was notified of an outbreak of acute gastroenteritis among children who had been exposed at a swimming club during the previous weekend and was attributed to norovirus. A study of the event is the case study from the Centers for Disease Control and Prevention. The purpose of the case study is to render the Norovirus in Vermont case study in Greek, to highlight the importance of investigating foodborne outbreaks for Public Health, the correlation of norovirus as a cause of foodborne illness, the effects on health and the importance of the specific case study in education and case studies in general. Aquatic facilities promote active lifestyle, well-being, and health but poorly maintained water in swimming clubs and recreational pools contains microbiological hazards that endanger Public Health by causing outbreaks of disease through faecal accidents, contaminants such as mucus, vomit, secretions from animals, rainwater runoff or natural inhabitants of the warm water environment (i.e., algae). The risks involved are monitored by governments and agencies and mandate disinfection processes such as filtration combined with chlorine or bromine-based disinfection. Effective filtering, continuous recycling with a short refresh time, realistic balance between number of attendees and capacity, early notification of incidents and hygiene rules are prerequisites to avoid epidemics and disease. A common method for testing water quality is the Langelier method taking water pH into account, calcium hardness, alkalinity, total dissolved solids, and temperature. A case study is a thorough examination of a specific case in a real context which is used in many sciences to apply the knowledge that instructors have imparted to students in real situations. With case studies students actively participate and develop skills in problem solving, analytical tools, decision making, dealing with ambiguity and through their descriptive accuracy they contribute to identifying causal mechanisms in complex cases, derive theories and generate hypotheses.