Τρόποι διαχείρισης αποβλήτων ελαιοτριβείων & διερεύνηση αξιοποίησης τους για την παραγωγή ενέργειας & χρήσιμων προϊόντων
Methods of olive mill waste management & investigation of their utilization for energy production & useful products
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Συγγραφέας
Δελάκος, Σεραφείμ
Ημερομηνία
2024-01Επιβλέπων
Σινιόρος, ΠαναγιώτηςΛέξεις-κλειδιά
Απόβλητα ελαιοτριβείου ; Ελαιοπαραγωγή ; Απόβλητα ; Βιολογική επεξεργασία ; Παραπροϊόντα ; Περιβαλλοντικές επιπτώσεις ; Επεξεργασία αποβλήτωνΠερίληψη
Διατρέχοντας κανείς την ιστορία και την παράδοση της χώρας μπορεί πολύ εύκολα να εντοπίσει το αναμφισβήτητο γεγονός πως η ελαιοπαραγωγική της διαδικασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγροτική ανάπτυξή της. Στις μέρες μας η Ελλάδα κατέχει μία σημαντική θέση, ούσα η Τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγική δύναμη στον κόσμο όσον αφορά την επεξεργασία του ελαιόλαδου, ακολουθώντας δύο χώρες της Μεσογείου, την Ιταλία και την Ισπανία. Οι γεωμορφολογικές αλλά και οι κλιματολογικές συνθήκες την Ελλάδας ευνοούν ιδιαιτέρως την ανάπτυξη της καλλιέργειας του ελαιόδεντρου με αποτέλεσμα η χώρα να καθίσταται μία από τις πλέον υπολογίσιμες δυνάμεις στον τομέα της ελαιοπαραγωγής. Ωστόσο, παρότι η συμβολή του είναι κομβικής σημασίας του πρωτογενούς τομέα, αλλά και της ελληνικής οικονομία της χώρας εν γένει, ο κλάδος παρουσιάζει μία σειρά δυσκολιών που εμποδίζουν την μεγάλη παραγωγή και εξαγωγή του προϊόντος, μεταξύ των οποίων είναι η διαχείριση αλλά και η ελλιπής οργάνωση. Εκτός αυτών όμως ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που χρειάζεται διερεύνηση και απαιτεί καίριες και στοχευμένες λύσεις είναι το ζήτημα της περιβαλλοντικής μόλυνσης, καθώς μαζί με το ελαιόλαδο παράγονται και διάφορα υποπροϊόντα, σε τεράστιες ποσότητες, τα οποία έχουν τεράστιες επιπτώσεις για το περιβάλλον. Όπως προαναφέρθηκε, οι τρεις κύριες χώρες παραγωγής ελαιόλαδου βρίσκονται στη λεκάνη της Μεσογείου, στις οποίες λαμβάνει χώρα η ελαιοπαραγωγική διαδικασία, παράγοντας τεράστιες ποσότητες ελαιόλαδου, αλλά και των υποπροϊόντων του. Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές πως και τα επίπεδα των απόβλητων τα οποία παράγονται είναι εξίσου υψηλά, γεγονός που με τη σειρά του επιφέρει ποσότητα περιβαλλοντικών ρύπων οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν είναι εφικτό να είναι διαχειρίσιμοι. Τα εν λόγω περιβαλλοντικά προβλήματα ανακύπτουν από το κράμα της χημικής σύστασης των αποβλήτων που προκύπτουν από την επεξεργασία και του πολύ υψηλού οργανικού φορτίου τους. Ωστόσο, όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα στον ελλαδικό χώρο πρέπει να σημειωθεί πως τα πράγματα διαφέρουν, καθώς η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι μικρές οικογενειακές μονάδες, διαθέτοντας λιγοστά μέσα και οικονομικές δυνατότητες, χωρίς να μπορούν σε καμία περίπτωση να ανταποκριθούν στα μεγάλα κόστη που φέρουν η εγκατάσταση νέου εξοπλισμού συστημάτων επεξεργασίας των αποβλήτων, καταφεύγοντας εν τέλει στη διαχείριση των αποβλήτων με τρόπους οι οποίοι δεν είναι ούτε νομικά αλλά ούτε και περιβαλλοντικά αποδεκτοί. Τα απόβλητα αυτά έχουν ιδιαιτέρως βλαβερές επιπτώσεις για περιβάλλον, καθώς έχουν υψηλά επίπεδα τοξικότητας, γεγονός που οδηγεί στη λήψη μέτρων για τις ανάγκες της διαχείρισής τους. Όσον αφορά τα υγρά απόβλητα η επεξεργασία τους με διαφορετικές μεθόδους, μηχανικές, χημικές, θερμικές, αλλά και βιολογικές, ενώ από την άλλη τα στερεά επεξεργάζονται μέσω των πυρηνελαιουργείων. Για τους άνωθεν λόγους κρίθηκε απαραίτητο στην παρούσα διπλωματική εργασία να πραγματοποιηθεί μία αδρομερής βιβλιογραφική έρευνα στην οποία θα
μελετηθούν οι επιστημονικές προσεγγίσεις που σχετίζονται με την επεξεργασία αυτών των αποβλήτων με σκοπό την παραγωγή χρήσιμων προϊόντων, τα οποία μπορούν κάλλιστα να αξιοποιηθούν στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με
ποικίλους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους ως οργανικά λιπάσματα, εδαφοβελτιωτικά, παρασιτοκτόνα ή ακόμα και ως ζωοτροφές. Παράλληλα, η αξιοποίησή τους μπορεί να επεκταθεί και σε περισσότερα πεδία, όπως είναι τα ενεργειακά, καθώς τα απόβλητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή βιοντίζελ ή βιοαερίου, για την απομόνωση χρήσιμων χημικών ενώσεων (φαινολικών και πτητικών), ως υπόστρωμα για την παραγωγή εδώδιμων μυκήτων. Όλες αυτές οι δυνατότητες, ωστόσο, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μείνουν μόνο στο πλαίσιο του επιστημονικού-ερευνητικού ενδιαφέροντος αλλά να επεκταθούν και να αξιοποιηθούν ώστε να αποκτήσουν ενεργές και χρηστικές πρακτικές.