Η επίδραση των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών και του τρόπου ζωής των εφήβων στο βάρος σώματος, στη διατροφή και στην Ποιότητα Ζωής Σχετιζόμενης με την Υγεία τους.
The effect of adolescent’s socioeconomic characteristics and lifestyle on their body weight, nutrition, and Health-Related Quality of Life.
Διδακτορική διατριβή
Συγγραφέας
Παπαδάκη, Σταματίνα
Ημερομηνία
2024-03-21Επιβλέπων
Καραγιάννη, ΒιλελμίνηΛέξεις-κλειδιά
Μεσογειακή Διατροφή ; Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες ; Τρόπος ζωής ; Παχυσαρκία ; Ποιότητα Ζωής ; Υγεία ; Υπέρβαροι ; Διατροφικές συνήθειες ; Εφηβοι ; Eating habits ; Weight control ; Obesity ; Mediterranean diet ; Quality of life ; Lifestyle ; Teenagers ; Health ; Socioeconomic factorsΠερίληψη
Οι έντονες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που επέφερε η οικονομική και μετέπειτα η υγειονομική κρίση στη χώρα μας, επηρέασαν αρνητικά τις διατροφικές συνήθειες, τον τρόπο ζωής και την Ποιότητα Ζωής Σχετιζόμενης με την Υγεία (ΠΖΣΥ) των εφήβων. Η χαμηλή προσκόλληση των νέων παιδιών στη Μεσογειακή Διατροφή (ΜΔ), ιδιαιτέρως για μια Μεσογειακή χώρα όπως η Ελλάδα, προκαλεί ανησυχία για τη δημόσια υγεία, καθώς τα πολλαπλά οφέλη της ΜΔ είναι ευρέως γνωστά.
Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση συσχετίσεων μεταξύ δημογραφικών, ανθρωπομετρικών, κοινωνικοοικονομικών, διατροφικών παραγόντων και του τρόπου ζωής στον προσδιορισμό των κατηγοριών βάρους σώματος των εφήβων, στην προσκόλλησή τους στη ΜΔ και στην ΠΖΣΥ τους. Η παρούσα μελέτη διεξήχθη την περίοδο Μάιο-Δεκέμβριο 2021 στην ευρύτερη περιφέρεια της Αττικής, σε 2.088 εφήβους ηλικίας 12-18 ετών. Συγκεκριμένα, το δείγμα αποτελούνταν από μαθητές/τριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από διάφορα δημόσια Γυμνάσια και Λύκεια από τις επτά (7) Διευθύνσεις Δ/βάθμιας Εκπαίδευσης, ήτοι, την Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ Αθήνας, Ανατολικής και Δυτικής Αττικής και Πειραιά. Για την αξιολόγηση της ποιότητας της διατροφής και την προσκόλληση στη ΜΔ χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο Mediterranean Diet Quality Index in children and adolescents- KIDMED test και KIDMED index. Για την ΠΖΣΥ έγινε χρήση της ελληνικής έκδοσης του KIDSCREEN-27. Για την εκτίμηση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των νοικοκυριών χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου Family Affluence Scale III, FAS III, ενώ για την εκτίμηση του επιπέδου της σωματικής άσκησης χρησιμοποιήθηκε το Leisure-Time Exercise Questionnaire, LTEQ.
Στην ανάλυση της βιβλιογραφικής ανασκόπησης (bibliographic review) χρησιμοποιήθηκε το οικονομετρικό πακέτο R. Για την επαγωγική στατιστική πραγματοποιήθηκαν παραμετρικοί και μη παραμετρικοί έλεγχοι (x^2, t-test, Kruskal-Wallis, Mann-Whitney U, ANOVA και Spearman). Στην οικονομετρική επεξεργασία για την εκτίμηση της επίδρασης των διαφόρων προσδιοριστικών παραγόντων στη διαμόρφωση των κατηγοριών βάρους σώματος, στην προσκόλληση στη ΜΔ και στη ΠΖΣΥ των εφήβων, χρησιμοποιήθηκαν υποδείγματα διατάξιμων λογιστικών παλινδρομήσεων (Ordinal Logistic Regression models), πολλαπλών γραμμικών παλινδρομήσεων (Multiple Linear Regression models), γενικευμένων Ridge υποδειγμάτων παλινδρόμησης (Generalized Ridge Regression models), υποδείγματα Blinder-Oaxaca και Blinder-Oaxaca Quantile Decomposition, ανά φύλο και βαθμίδα εκπαίδευσης.
Στη συνέχεια συνοψίζονται τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της παρούσας διατριβής. Το 50,7% του δείγματος ήταν κορίτσια, ενώ το μέσο βάρος των εφήβων ήταν περίπου 61 κιλά. Το δείγμα αποτελούνταν στη πλειοψηφία του από Έλληνες/ήδες μαθητές/τριες με μεσαία οικογενειακή κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Η μητέρα ήταν η υπεύθυνη για τη διατροφή της οικογένειας.
Σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες, το 10% του δείγματος δήλωσε ότι δεν κατανάλωνε ποτέ πρωινό γεύμα και η εξήγηση που δίνει ένας στους δύο εφήβους είναι ότι δεν προλαβαίνει. Επίσης, ένα 10% δεν έτρωγε ποτέ απογευματινό και ένα 20% δεν κατανάλωνε ποτέ δεκατιανό γεύμα. Λιγότερο από τους μισούς εφήβους κατανάλωναν καθημερινά μεσημεριανό με τους γονείς τους. Ακόμα, λιγότερο από τους μισούς εφήβους θεωρούν ότι το βάρος τους δεν είναι κανονικό. Ως προς την ποιότητα της διατροφής τους, ένα πολύ χαμηλό ποσοστό των εφήβων, μόλις το 9,1% είχε υψηλή προσκόλληση στη ΜΔ, το 57,9% είχε μέτρια και το 33% χαμηλή προσκόλληση.
Σχετικά με τον καθημερινό τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές των εφήβων, η πλειοψηφία (περίπου 4 στους 10) διάβαζαν για τα μαθήματά τους 2-3 ώρες κάθε ημέρα, 3 στους 10 χρησιμοποιούσαν οθόνες 2-3 ώρες καθημερινά, 1 στους 2 έβγαινε βόλτα 1-2 φορές την εβδομάδα και τέλος, 3 στους 10 αθλούνταν 1-2 φορές την εβδομάδα. Επίσης, η πλειοψηφία των εφήβων δήλωσαν ότι κοιμούνταν λιγότερο από 8 ώρες κάθε βράδυ, είχαν δηλαδή ανεπαρκή για την ηλικία τους ύπνο.
Σχετικά με τις κατηγορίες βάρους σώματος, το 72,5% των εφήβων είχε φυσιολογικό βάρος σώματος, το 7,4% ήταν λιποβαρείς, το 15,9% ήταν υπέρβαροι και το 4,2% παχύσαρκοι. Τα αγόρια, η χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, η μεγάλη χρήση οθονών, οι λίγες ώρες διαβάσματος, η μη κατανάλωση μεσημεριανού με τους γονείς και η μη λήψη καθημερινού πρωινού, αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα οι έφηβοι να ανήκουν στη κατηγορία των υπέρβαρων και παχύσαρκων. Επίσης, εκτιμήθηκε ότι όσο αυξάνονταν η ηλικία των εφήβων, το ποσοστό της παχυσαρκίας μειώνονταν και για τα δύο φύλα.
Το φύλο, η ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (SES), το εκπαιδευτικό επίπεδο της μητέρας και η δομή της οικογένειας εκτιμήθηκαν ως σημαντικοί παράγοντες της προσκόλλησης των εφήβων στη ΜΔ και της ΠΖΣΥ τους. Επίσης, ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) επηρέασε αρνητικά την προσκόλληση των αγοριών στη ΜΔ αλλά και την ΠΖΣΥ των εφήβων συνολικά. Αντίθετα, οι υγιεινές διατροφικές πρακτικές, η λιγότερο καθιστική ζωή, η σωματική δραστηριότητα, η σωματική δραστηριότητα με τους γονείς, ο επαρκής ύπνος και η λιγότερη χρήση οθονών εκτιμήθηκε ότι διαδραματίζουν θετικό ρόλο τόσο στη ΜΔ όσο και στην ΠΖΣΥ. Επιπλέον, έφηβοι οι οποίοι είχαν υψηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ φάνηκε να απολαμβάνουν και υψηλότερη ποιότητα ζωής.
Επιπρόσθετα, το σύνολο των υποδειγμάτων εξετάστηκε σε επίπεδο φύλου (αγόρια-κορίτσια) και βαθμίδα εκπαίδευσης (Γυμνάσιο-Λύκειο). Τα εν λόγω αποτελέσματα έδειξαν ότι ως προς το φύλο, κυρίως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και οι διαφορετικές διατροφικές συνήθειες αποτελούν τους βασικούς παράγοντες διαφοροποίησης των εφήβων στην προσκόλλησή τους στη ΜΔ. Αντίστοιχα, οι διατροφικές συνήθειες και ο διαφορετικός τρόπος ζωής φαίνεται να διαφοροποιούν την ΠΖΣΥ ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια. Ως προς τη βαθμίδα εκπαίδευσης, οι μαθητές Γυμνασίου εμφανίζουν υψηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ λόγω των διαφορετικών διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής. Ομοίως, παρουσιάζουν υψηλότερη ΠΖΣΥ λόγω των δημογραφικών χαρακτηριστικών τους, των διαφορετικών διατροφικών πρακτικών και του τρόπου ζωής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η διαφορά τόσο στην προσκόλληση στη ΜΔ όσο και στην ΠΖΣΥ είναι μεγαλύτερη στα χαμηλά επίπεδά τους, ενώ μειώνεται καθώς το μέγεθος και των δύο αυξάνει. Το αποτέλεσμα αυτό τονίζει την έντονη διαφοροποίηση στη χαμηλή προσκόλληση των εφήβων στη ΜΔ και τη χαμηλότερη ΠΖΣΥ.
Τέλος, οι συνέπειες της κρίσης του COVID-19 σε υψηλότερο ποσοστό οδήγησαν τους εφήβους σε δυσκολίες στα μαθήματα, σε μειωμένη ψυχολογία και έφερε καβγάδες και εντάσεις στην οικογένεια. Ακόμα, εκτιμήθηκε ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην καθημερινή ζωή των εφήβων και των οικογενειών τους ήταν αρνητικοί προγνωστικοί παράγοντες για την προσκόλλησή τους στη ΜΔ και για την ΠΖΣΥ τους.
Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα κρίνεται σκόπιμη η ανάγκη για πολιτικές προώθησης της ΜΔ στους νέους στην Ελλάδα και ενημέρωσης των νοικοκυριών σε θέματα ποιότητας ζωής και ευημερίας. Μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία είναι το βάρος σώματος, οι διατροφικές επιλογές, ο τρόπος ζωής και διάφορες πτυχές της ευημερίας και της ποιότητας ζωής. Παρεμβάσεις για τη βελτίωση της ΠΖΣΥ όπως η υψηλότερη προσκόλληση στη ΜΔ, ο έλεγχος του βάρους, η υιοθέτηση πιο υγιεινού τρόπου ζωής, καλύτερου ύπνου, λιγότερη χρήση οθονών και λιγότερες καθιστικές συνήθειες κρίνονται επιτακτικές.
Περίληψη
The intense socioeconomic changes in our country, both from the economic and the health crisis affected negatively adolescents’ eating habits, lifestyle and Health Related Quality of Life (HRQoL). Also, the low adherence of young children to the Mediterranean diet (MD), particularly for a Mediterranean country like Greece, is a public health concern, as the overall benefits of the MD are widely known.
The study aimed to investigate associations between demographic, anthropometric, socioeconomic, dietary and lifestyle factors in adolescents' weight categories, adherence to the MD (AMD) and their HRQoL. The study was conducted during the period May-December 2021 in the region of Attica, in 2.088 adolescents, aged 12-18 years. The sample consisted of secondary school students from various public high schools and lyceums from all the seven (7) Directorates of Secondary Education, A', Β΄, Γ΄and Δ΄of Athens, East and West Attica and Piraeus. The Mediterranean Diet Quality Index in children and adolescents- KIDMED test and KIDMED index tools were used to assess the quality of the diet and the AMD. We also used the Greek version of the KIDSCREEN-27 tool for the HRQoL, the Greek version of the Family Affluence Scale III, FAS III questionnaire to assess the economic level of the households, as well as the Leisure-Time Exercise Questionnaire, (LTEQ) to assess physical activity levels.
Τhe econometric package R were used to analyze the bibliographic review. In inferential statistics, parametric and non-parametric tests (x^2, t-test, Kruskal-Wallis, Mann-Whitney U, ANOVA, Spearman) were performed. In the econometric analysis, ordinal logistic logistic regression models were used to assess the effect of the various determining factors on body weight categories. Multiple Linear Regression models, Generalized Ridge Regressions, Blinder-Oaxaca and Blinder-Oaxaca Quantile Decomposition models were employed to estimate the effect of several demographic and socioeconomic parameters on AMD and HRQoL among adolescents. Furthermore, the analysis mentioned above was applied by gender and educational level.
The most important results are summarized below. 50.7% of the sample were girls, while the average weight of the adolescents was about 61 kg. Most of the sample were Greek students, with average family socioeconomic status. The mother was responsible for the family’s diet.
Regarding their dietary habits, 10% of the sample stated that they never ate breakfast because they did not have time, a statement used by one out of two teenagers. Also, 10% never ate an afternoon snack and 20% never consumed brunch. Less than half of the teenagers ate lunch with their parents every day. Still, less than half of the teenagers considered their weight abnormal. Regarding the quality of their diet, a very low percentage of the adolescents, only 9.1% had optimal AMD, 57.9% had moderate and 33% had poor adherence.
Regarding their lifestyle, the majority of the sample (about 4 out of 10) read for their homework 2-3 hours every day, 3 out of 10 used screens 2-3 hours daily, 1 out of 2 went for a walk 1-2 times a week and finally, 3 out of 10 had physical activity 1-2 times a week. Also, most teenagers stated that they sleep less than 8 hours every night, so they have insufficient sleep duration for their age.
Regarding the weight categories, 72.5% of the adolescents had normal body weight, 7.4% were underweight, 15.9% were overweight and 4.2% were obese. Boys, lower family socioeconomic status, more screen time, fewer hours for reading, not having lunch daily with parents and not having breakfast every day, were crucial factors that increased the likelihood of teenagers being overweight and obese. It was also estimated that as the age of adolescents increased, the rate of obesity decreased for both sexes.
Gender, age, socioeconomic status (SES), mother’s educational level, and family structure were important determinants of adolescents’ AMD and HRQoL. Body Mass Index (BMI) had a significant negative effect on boys AMD and on HRQoL of the total sample. Also, healthy eating practices, less sedentary lifestyle, physical activity, physical activity with parents, adequate sleep and less use of screens played a positive role in both the AMD and the HRQoL. In addition, it was estimated that adolescents who had optimal AMD had better HRQoL.
In addition, the entire sample was examined at the level of gender (boys-girls) and different level of education (Gymnasium- Lyceum). These empirical results showed that in terms of gender, mainly demographic characteristics and different dietary habits were the main factors of differentiation in AMD. Correspondingly, in the case of adolescents' HRQoL, eating habits and different lifestyles seem to determine the different levels of HRQoL between boys and girls. Regarding the different level of education, it seems that Gymnasium students showed higher AMD due to the different eating and lifestyle habits. In addition, they showed better HRQoL due to the different demographic characteristics, different eating and lifestyle habits. Also noteworthy is that the differences in AMD and HRQoL are higher at their lower levels, while decreasing as the size of both increases. This result highlights the strong differentiation in MD and HRQoL between adolescents with low AMD and lower HRQoL.
Finally, the COVID-19 crisis led to difficulties in classes and worse psychology and brought quarrels within the family for most of the sample. Furthermore, the adverse effects of the pandemic on the daily life of adolescents and their families were negative predictors for the AMD and their HRQoL.
Based on the mentioned results, there is need to promote the MD among young people in Greece and to inform families about quality of life and well-being. Among the factors that affect health are body weight, dietary choices, lifestyle and various aspects of well-being and quality of life. Interventions to improve HRQoL, such as optimal adherence to the MD, weight control, adopting a healthier lifestyle, better and sufficient sleep, less screen use, and less sedentary behavior are warranted.