Έλεγχος της δράσης φαρμακευτικών φυτών σε ζωικά μοντέλα Σπλαχνικής Λεϊσμανίασης
Control of the action of medicinal plants in animal models of visceral leishmaniasis
Keywords
In vivo ; Ομοιοπαθητική-Homeopathy ; Λεϊσμάνια ; Leishmania ; Σπλαχνική λεϊσμανίαση ; Visceral leishmaniasisAbstract
Η λεϊσμανίαση είναι ένα σύνολο νοσημάτων που προκαλείται από ενδοκυτταρικά πρωτόζωα παράσιτα του γένους Lesihmania. Το παράσιτο λεϊσμάνια παρουσιάζει αρκετά διαφορετικά είδη τα οποία καθορίζουν τον τρόπο μετάδοσης του νοσήματος (ανθρωπονοτική ή ζωονοτική μετάδοση) σε ένα ευρύ γεωγραφικό πλάτος, καθώς κρούσματα παρατηρούνται στη Μεσόγειο, την Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Από τις διάφορες κλινικές μορφές της λεϊσμανίασης, η πιο σοβαρή είναι η σπλαχνική λεϊσμανίαση, η οποία παρουσιάζει τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας εάν δεν χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.Σε επίπεδο πρόληψης,δεν υπάρχει ακόμα κάποιο εμπορικά διαθέσιμο εμβόλιο παρόλο που οι μελέτες εξελίσσονται και συνεχίζονται προς την κατευθυνση αυτή.
Δεδομένου ότι η συμβατική θεραπεία για τη σπλαχνική λεϊσμανίαση έχει αποβεί τοξική για το ήπαρ ή/και τα νεφρά, σε αναζήτηση μίας εναλλακτικής προσέγγισης θεραπείας μελετώνται οι ομοιοπαθητικές ουσίες με λιγότερο τοξικές έως και μηδενικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Η μελέτη της δράσης των ομοιοπαθητικών ουσιών που ελέγθηκαν στην παρούσα διπλωματική εργασία (Andrographispaniculata, Antimoniumcrudum, Ferrumarsenicum και μείγμα αυτών), πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια BALB/c μολυσμένα με Leishmaniainfantum. Για να επιτευχθεί αυτό έγινε αρχικά ποιοτικός προσδιορισμός παρασιτικού φορτίου στο ήπαρ και στο σπλήνα.
Στη λεισμανΐαση, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζουν τα μακροφάγα, καθώς αποτελούν τα κύρια κύτταρα ξενιστές των παρασίτων. Μέσω της αλληλεπίδρασης μακροφάγων και παρασίτου λεϊσμάνια, τα μακροφάγα χωρίζονται σε δύο φαινότυπους Μ1 και Μ2, με τον φαινότυπο Μ1 να παράγειυψηλά επίπεδα συνθάσης επαγώγιμου μονοξειδίου του αζώτου(iNOS), προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες όπως TNF-α, IL-1β, και IFN-γ. Προς τούτο πραγματοποιήθηκε προσδιορισμός συγκέντρωσης Νιτρικών στους ορούς των μολυσμένων ποντικών. Tέλος πραγματοποιήθηκε σχεδιασμός εκκινητών (primers) για RealTimePCR (RTPCR), προκειμένου να γίνει ποσοτικός προσδιορισμός της έκφρασης ορισμένων κυτταροκινών (IFN-γ, IL-4, IL-10) καθώς και iNOS. Παρόλου που μία θετική έκβαση της νόσου προϋποθέτει δράση κυρίως Th1 απόκρισης, η IL-4 και η IL-10 αποτελούν δύο ρυθμιστικές κυτταροκίνες και για αυτό επιλέχθηκαν για προσδιορισμό συγκέντρωσης.
Abstract
Leishmaniasis is a disease caused by parasites of the genus Leishmania. The Leishmania parasite presents several different species which determine the mode of transmission of the disease (human or animal transmission) over a wide latitude, as outbreaks are observed in the Mediterranean, Asia, Africa, Latin America and even Greece. Of the various forms of Leishmaniasis, the most severe is Visceral Leishmaniasis, which has the highest rates of untreated mortality. In terms of prevention, unfortunately there is still no ready vaccine, although studies are ongoing and studies are continuing to design a vaccine. At the level of treatment, there are several alternatives. However, as the conventional treatment for Visceral Leishmaniasis has been toxic to the liver and/or kidneys, homeopathic substances with less toxic or even no adverse reactions appear in search of an alternative treatment approach. The study of the action of the homeopathic substances tested in this thesis (Andrographis paniculata, Antimonium crudum, Ferrum arsenicum and a mixture of these) was performed in BALB/c mice infected with Leishmania infantum. To achieve this, a qualitative determination of parasite load in the liver and spleen was first performed. In Leishmaniasis, macrophages play a catalytic role as they are the main host cells of the parasites. Through the interaction of macrophages and Leishmania parasite, macrophages are divided into two phenotypes M1 and M2, with the M1 phenotype producing high levels of inducible nitric oxide synthase iNOS, proinflammatory cytokines such as TNF-α, IL-1β, and IFN-γ. Therefore, in a second time, nitrate concentration determination in mouse sera was performed.
Finally, primers for Real Time PCR (RT PCR), were designedin order to quantify the expression of some cytokines (IFN-γ, IL-4, IL-10) and iNOS. Although a positive outcome of the disease requires mainly Th1 response activity, IL-4 and IL-10 are two regulatory cytokines and were therefore selected for concentration determination.