Διερεύνηση των στάσεων και συμπεριφορών επαγγελματιών υγείας και εγκύων για την άσκηση στην κύηση. Προγεννητική παρέμβαση από καθηγητή φυσικής αγωγής
Exploring the attitudes and practices of healthcare professionals and pregnant women regarding exercise during pregnancy. Antenatal intervention by a physical education teacher
Διδακτορική διατριβή
Συγγραφέας
Δάγλας, Βασίλειος
Ημερομηνία
2024-12-04Επιβλέπων
Αντωνίου, ΕυαγγελίαΛέξεις-κλειδιά
Άσκηση ; Κύηση ; Προγεννητική παρέμβαση ; Επαγγελματίες υγείας ; Έγκυες ; Εγκυμοσύνη ; Καθηγητής φυσικής αγωγήςΠερίληψη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
H κύηση αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία η γυναίκα βιώνει σημαντικές βιολογικές, σωματικές και ψυχοσυναισθηματικές αλλαγές στη ζωή της. H συγκεκριμένη περίοδος ενδείκνυται για την υλοποίηση παρεμβάσεων, που στοχεύουν στον εντοπισμό των δυνητικώς επιβαρυντικών και βλαπτικών παραγόντων για την υγεία της εγκύου και του εμβρύου, όπως είναι η έλλειψη άσκησης και άλλες επιβλαβείς συνήθειες. Καθώς, τα οφέλη της άσκησης στην υγεία αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο, η ανάγκη για μια πιο υγιή και ενεργή κύηση γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, αφού η περίοδος της κύησης αποτελεί ιδανική στιγμή για τη διατήρηση ή την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, λόγω των πολλών κινήτρων για τη γυναίκα (π.χ. για την υγεία της, την υγεία του εμβρύου, κ.ά.) και της συχνής πρόσβασής της σε ιατρική επίβλεψη. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες διεθνών οργανισμών, όλες οι υγιείς έγκυες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να είναι σωματικά ενεργές και να ασκούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησή τους.
Παρ’ όλο που οι επαγγελματίες υγείας και οι γυναίκες φαίνεται να αναγνωρίζουν τα ευεργετικά οφέλη της άσκησης για την υγεία της εγκύου και του εμβρύου, η πραγματικότητα προκαλεί προβληματισμούς, αφού τα επίπεδα συμμετοχής των εγκύων στην άσκηση είναι αρκετά χαμηλά και διαφέρουν μεταξύ των χωρών. Κομβικό ρόλο στο θέμα έχουν οι επαγγελματίες υγείας, που είναι εξειδικευμένοι στο να παρέχουν κατάλληλη προγεννητική φροντίδα στις έγκυες, δηλαδή οι μαίες και οι μαιευτήρες. Όμως, η διεθνής βιβλιογραφία αναδεικνύει κάποια μελανά σημεία στις συμπεριφορές τους. Φαίνεται, ότι πολλοί λίγοι είναι αυτοί που συστηματικά συστήνουν στις έγκυες την άσκηση, ενώ φαίνεται συχνά να παρέχουν ασαφείς συμβουλές, που δε συμβαδίζουν πλήρως με τις σύγχρονες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Τα παραπάνω στοιχεία προβληματίζουν και ανησυχούν αρκετά τη διεθνή κοινότητα, διότι η άσκηση αποτελεί μια ορθή πρακτική σε θέματα υγείας, που δύναται να προλάβει επιπλοκές στην κύηση, που απειλούν την υγεία της γυναίκας και του παιδιού της.
ΣΚΟΠΟΣ
Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να καταγράψει και να διερευνήσει την άποψη, τη στάση και τη συμπεριφορά των επαγγελματιών υγείας (μαιών και μαιευτήρων/γυναικολόγων), αλλά και των εγκύων, σχετικά με τη σωματική άσκηση κατά την περίοδο της κύησης στην ελληνική κοινωνία. Παράλληλα, η παρούσα διατριβή σκοπεύει να διερευνήσει την επίδραση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος άσκησης σε έγκυες με φυσιολογική κύηση (χαμηλού κινδύνου), που υλοποιήθηκε από καθηγητή φυσικής αγωγής, αναφορικά με τη συμβολή της προγεννητικής άσκησης στις απόψεις και πεποιθήσεις των εγκύων για την άσκηση, στο περιγεννητικό αποτέλεσμα, στους σωματικούς πόνους και τις ενοχλήσεις της γυναίκας, καθώς και στα επίπεδα άγχους και ευεξίας της.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Προκειμένου να επιτευχθούν ο σκοπός και οι επιμέρους στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής, σχεδιάσθηκαν και διενεργήθηκαν, συνολικά, τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες, μεταξύ τους, έρευνες:
1η Έρευνα. Συγχρονική έρευνα σε πληθυσμό επαγγελματιών υγείας, που διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος 2022-Μάρτιος 2023, σε δείγμα 237 επαγγελματιών υγείας (153 μαιών και 84 μαιευτήρων/γυναικολόγων), που εργάζονταν σε δύο δημόσια γενικά νοσοκομεία και ένα ιδιωτικό νοσοκομείο του νομού Αττικής, σε δημόσιες υγειονομικές δομές πρωτοβάθμια φροντίδας της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής και ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσω ενός ανώνυμου και αυτό-συμπληρούμενου ερωτηματολογίου που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της έρευνας.
2η Έρευνα. Συγχρονική έρευνα σε πληθυσμό εγκύων, που διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος 2022 – Μάρτιος 2023, σε δείγμα 383 εγκύων (≥ 38 εβδομάδων κύησης), που παρακολουθούνταν σε δύο δημόσια γενικά νοσοκομεία και ένα ιδιωτικό νοσοκομείο του νομού Αττικής. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσω ενός ανώνυμου και αυτό-συμπληρούμενου ερωτηματολογίου που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της έρευνας.
3η Έρευνα. Προοπτική, ημι-πειραματική μελέτη, που περιλάμβανε μια προγεννητική παρέμβαση από καθηγητή φυσικής αγωγής σε ομάδα εγκύων σε φυσιολογική κύηση (χαμηλού κινδύνου). Η έρευνα διεξήχθη σε τρεις φάσεις (προγεννητικώς και μεταγεννητικώς): α) Φάση Ι, μεταξύ 22ης – 30ής εβδομάδας κύησης, πριν την έναρξη της παρέμβασης, β) Φάση ΙΙ (μετά την 38η εβδομάδα κύησης), μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης και γ) Φάση ΙΙΙ (μετά την 6η εβδομάδα από τον τοκετό) μετά το τέλος της λοχείας. Η έρευνα διήρκησε 22 μήνες συνολικά, κατά το χρονικό διάστημα Μάρτιος 2022 – Δεκέμβριος 2023. Έλαβαν μέρος συνολικά 118 γυναίκες, εκ των οποίων, οι 50 γυναίκες επέλεξαν να ενταχθούν στην ομάδα ελέγχου και οι 68 γυναίκες στην ομάδα παρέμβασης. Το πρόγραμμα προγεννητικής άσκησης διενεργήθηκε διαδικτυακά και περιελάμβανε ένα ομαδικό πρόγραμμα μυϊκής ενδυνάμωσης των εγκύων. Προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της παρούσας έρευνας, δημιουργήθηκαν τρία ανώνυμα και αυτό-συμπληρούμενα ερωτηματολόγια, ενώ χορηγήθηκαν συγκεκριμένα ψυχομετρικά εργαλεία
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
1η Έρευνα
Η μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών υγείας (88,6%) πίστευε ότι η άσκηση στην κύηση είναι γενικά ωφέλιμη. Με βάση τα πολύ-μεταβλητά μοντέλα αναλύσεων, φαίνεται ότι οι επαγγελματίες υγείας με μεταπτυχιακές/διδακτορικές σπουδές πίστευαν περισσότερο ότι: α) η άσκηση είναι ωφέλιμη γενικά (p=0,03), β) οι έγκυες πρέπει να ενημερώνονται γι’ αυτήν (p=0,028), γ) η ενημέρωση των εγκύων είναι αναγκαία/χρήσιμη (p=0,023) και δ) οι έγκυες δείχνουν ενδιαφέρον για την άσκηση (p=0,034). Επιπρόσθετα, α) οι μαίες που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες (p=0,050), καθώς και όσες είχαν εμπειρία από προγεννητική συμβουλευτική (p=0,037), καθώς και β) οι ιατροί που είχαν σε μεγάλο βαθμό εμπειρία από τη φροντίδα φυσιολογικών εγκύων (p=0,001), συνέδεσαν λιγότερο την άσκηση με την πιθανότητα εμφάνισης αποκόλλησης του πλακούντα.
Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, μόνο οι μισοί από τους συμμετέχοντες (54,9%) υποστήριξαν ότι συνιστούν την άσκηση. Η πλειοψηφία δε συνηθίζει να συνιστά κάποια συγκεκριμένη συχνότητα και διάρκεια άσκησης. Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, οι επαγγελματίες υγείας που δήλωσαν ότι ήταν πολύ εξοικειωμένοι με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, ήταν: α) πιο πιθανό να συστήσουν την άσκηση γενικότερα (p=0,013), αλλά και τις αερόβιες ασκήσεις, ειδικότερα (p=0,023), β) λιγότερο πιθανό να μην προτείνουν κάποια συγκεκριμένη συχνότητα (p=0,027) και γ) πιο πιθανό να συστήσουν διάρκεια άσκησης 30-45 λεπτά (p=0,017).
Στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η πιθανότητα σύστασης της άσκησης από τους επαγγελματίες υγείας φαίνεται να προβλέπεται από τους εξής παράγοντες: α) την επαγγελματική ιδιότητα (p<0,001), β) το βαθμό αναγκαιότητας για ενημέρωση για τις κατευθυντήριες οδηγίες (p=0,003), γ) την άποψή τους για το πόσο ωφέλιμη είναι η άσκηση στην κύηση (p=0,006) και δ) το βαθμό ενημέρωσής τους για τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (p=0,031). Επίσης, παράγοντες, όπως: α) το φύλο (p=0,011), β) η άποψη για την ωφελιμότητα της άσκησης στην κύηση (p=0,011), γ) η επαγγελματική ιδιότητα (p=0,006), δ) ο βαθμός ενημέρωσης για τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες (p=0,008) και ε) ο βαθμός αναγκαιότητας για την ενημέρωσή τους φαίνεται να προβλέπουν την πιθανότητα σύστασης της άσκησης στο 3ο τρίμηνο της κύησης.
2η Έρευνα
Οι μισές γυναίκες (50,9%) έκαναν άσκηση έξι μήνες πριν την παρούσα κύηση, ενώ λιγότερες από τις μισές (41,8%) έκαναν άσκηση στην παρούσα κύηση, σε συχνότητα κυρίως 3-5 ημέρες την εβδομάδα (48%), διάρκειας κυρίως 40-60 λεπτά κάθε φορά (64,4%), σε μέτρια ένταση (46,3%). Περίπου 1 στις 3 έγκυες (30%) που ασκούνταν στην κύηση, διέκοψαν την άσκηση για κάποιον λόγο και κάποιες από αυτές τη συνέχισαν αργότερα (26,1%). Η κούραση φαίνεται να αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα διακοπής της άσκησης (40,4%). Κατά τον τελευταίο μήνα της παρούσα κύησης ασκήθηκε μόνο το 30,3% των εγκύων. Όπως φαίνεται, οι έγκυες μειώνουν την άσκηση καθώς ξεκινά και εξελίσσεται η κύηση.
Η συντριπτική πλειοψηφία των εγκύων πίστευε σε μεγάλο βαθμό ότι η άσκηση στην κύηση: α) είναι ωφέλιμη για την έγκυο (82,7%) και το έμβρυο (71,3%), β) ευνοεί το φυσιολογικό τοκετό (82,8%) και γ) είναι απαραίτητη (69%) και ασφαλής (78,8%). Όσον αφορά στις συστάσεις που έλαβαν από τους επαγγελματίες υγείας και στα τρία τρίμηνα, περίπου οι μισές έγκυες ανέφεραν ότι δε συζήτησαν το θέμα της άσκησης με τον ιατρό τους και ότι δεν έλαβαν συγκεκριμένη οδηγία. Επίσης, ενώ, η μεγάλη πλειοψηφία των εγκύων δεν αντιμετώπιζε κάποιο ιατρικό/μαιευτικό πρόβλημα, οι μισές έγκυες (50,7%) υποστήριξαν ότι έλαβαν οδηγία στο 1ο τρίμηνο, είτε να διακόψουν (30,2%), είτε να περιορίσουν τις σεξουαλικές επαφές τους (20,5%). Αρκετές έγκυες, είτε χαρακτήρισαν τον ιατρό τους ως «ουδέτερο» απέναντι στην άσκηση (41%), είτε υποστήριξαν ότι ο ίδιος δεν τις προέτρεψε να ασκηθούν (40,4%). Παρόμοιο ποσοστό εγκύων (44,2%) είχαν την ίδια πεποίθηση για τη μαία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης της διχοτομικής λογιστικής παλινδρόμησης, ως προβλεπτικοί παράγοντες για την άσκηση στην παρούσα κύηση αναδείχθηκαν: α) η πεποίθηση των εγκύων για τη στάση της μαίας (πίστευαν περισσότερο ότι η μαία τις προέτρεψε/ενθάρρυνε στο να ασκηθούν) (p<0,001), β) η πεποίθησή τους για τη στάση του ιατρού (πίστευαν λιγότερο ότι ο ιατρός τους τις απέτρεψε/αποθάρρυνε στο να ασκηθούν) (p=0,024) και γ) η ικανοποίησή τους από την ενημέρωση που έλαβαν από τον ιατρό τους (p=0,004). Επίσης, άλλο παρόμοιο στατιστικό μοντέλο ανέδειξε ως προβλεπτικούς παράγοντες άσκησης στην κύηση: α) τη μεγάλη υποστήριξη από το σύντροφο (p<0,001), β) το καθημερινό περπάτημα σε αργό ρυθμό (p=0,004), γ) την έναρξη της συζήτησης του θέματος από τη μαία (p=0,004), δ) το ότι η συζήτηση δεν ξεκίνησε από τον ιατρό (p=0,031), ε) το ότι συζητήθηκε το θέμα με κάποιον επαγγελματία υγείας (p<0,001) και στ) το μικρό βαθμό κούρασης της εγκύου μετά την εργασία της (p=0,003).
Επιπρόσθετα, σε άλλο μοντέλο ανάλυσης της διχοτομικής λογιστικής παλινδρόμησης, ως προβλεπτικοί παράγοντες άσκησης στην κύηση αναδείχθηκαν: α) η μη εμφάνιση αιμορραγίας (p=0,032), β) η μη λήψη αντιπηκτικής αγωγής (p=0,010), γ) ο συνολικός αριθμός κυήσεων (όσο αυξάνεται ο αριθμός κυήσεων, τόσο μειώνεται η άσκηση) (p=0,020) και δ) o δείκτης μάζας σώματος στο τέλος της κύησης (όσο αυξάνεται το BMI, τόσο μειώνεται η άσκηση) (p=0,047). Επιπρόσθετα, η συμμετοχή των εγκύων σε πρόγραμμα προετοιμασίας για τον τοκετό (p=0,042) και η επιθυμία της να γεννήσει φυσιολογικά (p=0,019) φαίνεται να αποτελούν σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες για την έναρξη της άσκησης, προκειμένου, είτε να διατηρήσουν/μειώσουν το σωματικό τους βάρος, είτε να προετοιμασθούν καλύτερα για το φυσιολογικό τοκετό (αντίστοιχα).
Όσον αφορά στο τελευταίο τρίμηνο της κύησης, μέσα από ανάλυση της διχοτομικής λογιστικής παλινδρόμησης, φάνηκε ότι έκαναν άσκηση περισσότερο οι έγκυες που: α) είχαν επιλέξει δημόσιο νοσοκομείο, β) λάμβαναν λιγότερο προγεστερόνη, γ) επιθυμούσαν να θηλάσουν αποκλειστικά και δ) είχαν παρακολουθήσει πρόγραμμα προετοιμασίας για τον τοκετό. Άλλο παρόμοιο στατιστικό μοντέλο ανέδειξε ως σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες για την άσκηση στο τελευταίο τρίμηνο: α) το καθημερινό περπάτημα της εγκύου σε αργό ρυθμό (p=0,020) και β) τον υποστηρικτικό ρόλο του συντρόφου στο να ξεκινήσει η έγκυος άσκηση (p<0,001). Επίσης, περισσότερο οι υπέρβαρες και οι παχύσαρκες έλαβαν σύσταση από τον ιατρό τους να παραμείνουν κλινήρης στο 1ο τρίμηνο της παρούσας κύησης (p=0,047). Ενώ, περισσότερο οι έγκυες που κάπνιζαν στην παρούσα κύηση, ανέφεραν ότι: α) διέκοψαν την άσκηση, λόγω κούρασης (p=0,022), β) δεν έκαναν άσκηση 6 μήνες πριν την παρούσα κύηση (p=0,012), γ) δεν είχαν κάποιο κίνητρο, προκειμένου να ξεκινήσουν άσκηση στην παρούσα κύηση (p=0,049) και δ) χαρακτήρισαν ως ουδέτερη, τη στάση του ιατρού τους απέναντι στην άσκηση (p=0,024).
3η Έρευνα
Οι συμμετέχουσες ήταν κυρίως ανώτατου εκπαιδευτικού επιπέδου με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές (54,2%), ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 34,38 (± 4,44) και επρόκειτο για την πρώτη τους κύηση (78,2%). Όπως προέκυψε, η προγεννητική άσκηση μπορεί να επηρεάσει στατιστικά σημαντικά και με θετικό τρόπο την ανησυχία των εγκύων, για την ύπαρξη πιθανότητας η άσκηση να τους προκαλέσει κάποιον τραυματισμό (λιγότερη ανησυχία μετά την παρέμβαση) (p=0,006). Επίσης, το ποσοστό των εγκύων που γέννησαν με φυσιολογικό τοκετό, ήταν μεγαλύτερο στις έγκυες της ομάδας παρέμβασης (42,6%), σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (38%), αν και η διαφορά δεν ήταν στατιστικώς σημαντική (p=0,612). Αξίζει να τονισθεί ότι οι γυναίκες, που συμμετείχαν στην παρέμβαση τείνουν σε οριακό βαθμό (p=0,072) στον αποκλειστικό θηλασμό στο τέλος της λοχείας, σε σχέση με τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου.
Το ποσοστό των γυναικών που δήλωσαν ικανοποιημένες από τον τοκετό τους ήταν μεγαλύτερο στην ομάδα παρέμβασης, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, όμως η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική (p=0,626). Το ίδιο παρατηρήθηκε και στην υπό-ομάδα των εγκύων που γέννησαν με φυσιολογικό τοκετό (p=0,735) και στην υπό-ομάδα που γέννησαν με καισαρική (p=0,860). Επίσης, όσον αφορά στην αίσθηση των γυναικών ότι είχαν τον έλεγχο του σώματός τους κατά τον τοκετό και ότι η άσκηση τις βοήθησε στην καλή εξέλιξη του τοκετού, το ποσοστό των γυναικών που συμφώνησαν ήταν μεν μεγαλύτερο στην ομάδα παρέμβασης, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, όμως και πάλι οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (p=0,413 και p=0,297 αντίστοιχα).
Ακόμη, περισσότερο οι γυναίκες της ομάδας παρέμβασης (Μ±SD= 4,00±0,91), σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Μ±SD= 3,23±1,48), υποστήριξαν ότι η άσκηση κατά την κύηση τις βοήθησε στην περίοδο της λοχείας, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο γέννησαν και η διαφορά καταγράφεται ως στατιστικά σημαντική (p=0,019). Ομοίως, στην υπό-ομάδα των λεχωίδων που γέννησαν με καισαρική τομή, οι λεχωιδες που ανήκαν στην ομάδα παρέμβασης υποστήριξαν περισσότερο, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ότι η άσκηση τις βοήθησε στη λοχεία και η διαφορά ήταν στατιστικώς σημαντική (p=0,022).
Επίσης, στην ομάδα παρέμβασης καταγράφηκε ότι οι μέσοι όροι της κλίμακας για την εκτίμηση του σώματος ήταν αυξημένοι στη Φάση ΙΙ (μετά την παρέμβαση), σε σχέση με τη Φάση Ι (πριν την παρέμβαση) (p=0,029). Ακόμη, στην ομάδα παρέμβασης βρέθηκε ότι υπήρχε στατιστικώς σημαντική μείωση του άγχους των γυναικών, λόγω του προσλαμβανόμενου βάρους τους στη Φάση ΙΙ, σε σχέση με τη Φάση Ι (p=0,006). Μετά την εφαρμογή περαιτέρω αναλύσεων, βρέθηκε ότι η παρέμβαση μπορεί να επηρεάσει στατιστικά σημαντικά (p=0,038), δηλαδή να μειώσει το άγχος των εγκύων αναφορικά με το προσλαμβανόμενο βάρος τους.
Επιπρόσθετα, έστω και σε οριακό επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας (p=0,058), παρατηρήθηκε ότι οι έγκυες της ομάδας παρέμβασης τείνουν περισσότερο στο ότι ένιωθαν σε μικρότερο βαθμό έλλειψη ενέργειας και κόπωση στην κύηση. Έστω και σε οριακό επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας (p=0,062), οι έγκυες της ομάδας παρέμβασης ανέφεραν ότι ένιωθαν σε μικρότερο βαθμό πόνο στα χέρια κατά την κύηση. Επίσης, η παρέμβαση φαίνεται να: α) συνδέεται με τη βελτίωση του πόνου στην πλάτη ή την σπονδυλική στήλη στην κύηση (p=0,019), β) ωφέλησε τις γυναίκες στη μείωση του πόνου των αρθρώσεων (p=0,028), γ) συνδέεται με τη μείωση των επιπέδων πόνου στα ισχία στο τέλος της λοχείας (p=0,001) και δ) τείνει να συνδεθεί με λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης κραμπών στη λοχεία (p=0,095).
Ένα ακόμη εύρημα είναι ότι η παρέμβαση μείωσε το άγχος των γυναικών στην κύηση, σε οριακό επίπεδο (p=0,057). Ακόμη, στην ομάδα παρέμβασης, τα επίπεδα καταθλιπτικής διάθεσης μειώθηκαν στο τέλος της λοχείας (p=0,021), ενώ καταγράφηκαν υψηλότερα επίπεδα θετικής ευημερίας (p<0,001), ζωτικότητας (p<0,001) και ευημερίας (γενικότερα) (p<0,001) στην κύηση, παρ’ όλο που η παρέμβαση δε φαίνεται να επηρέασε στατιστικά σημαντικά. Στην ομάδα ελέγχου σημειώθηκε χαμηλότερη βαθμολογία στην κλίμακα ζωτικότητας (μείωση ζωτικότητας), καθώς εξελισσόταν η κύηση (p=0,027), παρ’ όλο που η παρέμβαση δεν επηρέασε στατιστικά σημαντικά. Επιπλέον, περισσότερο οι γυναίκες της ομάδας παρέμβασης ισχυρίσθηκαν ότι είναι πιθανό να ξεκινήσουν κάποιο πρόγραμμα άσκησης τον επόμενο μήνα (p<0,001). Οι μισές έγκυες της ομάδας παρέμβασης (53,7%) απάντησαν ότι σκέπτονταν να ξεκινήσουν άσκηση μετά από 3 μήνες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό της ομάδας ελέγχου ήταν μόνο 11,1% (p=0,001).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η συμμετοχή των εγκύων στην άσκηση καταγράφεται σε χαμηλά επίπεδα στη χώρα μας, παρά τις διεθνείς διαβεβαιώσεις ότι η τακτική σωματική άσκηση κατά τη διάρκεια της κύησης αποτελεί ευεργετικό συστατικό μιας υγιούς κύησης και τις συνεχείς προτροπές, που αναδεικνύουν την αναγκαιότητα για ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, ενθάρρυνση και υποστήριξη των γυναικών, αλλά και εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας. Οι συστάσεις, που χορηγούνται προς τις έγκυες, φαίνεται να αποκλίνουν από τις διεθνείς συστάσεις και κατευθυντήριες οδηγίες για την άσκηση στην κύηση. Εκτός από το επίπεδο σπουδών των επαγγελματιών υγείας και των εγκύων, το εργασιακό πλαίσιο, η εργασιακή εμπειρία, οι πεποιθήσεις και η εξοικείωση των ειδικών με τις διεθνείς οδηγίες αναδεικνύονται ως κρίσιμοι παράγοντες, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το σχεδιασμό καινοτόμων παρεμβάσεων για την υποστήριξη της άσκησης στην κύηση. Η συνεχής ενθάρρυνση των γυναικών, η συνεχής εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας και η εγρήγορση όλων των φορέων, που εμπλέκονται σε θέματα άσκησης, θεωρείται αναγκαία για την ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης.
Περίληψη
Introduction
Pregnancy is a period marked by significant biological, physical, and psycho-emotional changes in a woman’s life. This phase presents an optimal opportunity to introduce interventions that address factors potentially harmful to the health of both the pregnant woman and the fetus, such as physical inactivity and other detrimental habits. With the health benefits of exercise increasingly recognized, the call for a healthier, more physically active pregnancy is growing. Pregnancy is an ideal time to maintain or adopt a healthy lifestyle due to the many motivations women have, such as safeguarding their health and that of their baby, as well as their regular access to medical supervision. According to guidelines from international organizations, all healthy pregnant women should be encouraged to remain physically active and to engage in exercise throughout pregnancy.
Despite the mutual recognition by healthcare professionals and pregnant women of the benefits of exercise, participation rates in physical activity during pregnancy remain concerningly low across various countries. Healthcare professionals, specifically midwives and obstetricians, who are responsible for providing proper antenatal care, play a central role in this issue. However, international research highlights gaps in their approach, revealing that few routinely recommend exercise to pregnant women. When they do, the advice is often vague and does not fully align with current international guidelines. This discrepancy is a growing concern for the global health community, as exercise is a valuable health practice that can prevent pregnancy complications and protect the health of both mother and child.
Aim
The aim of this PhD dissertation is to examine and document the perspectives, attitudes, and practices of healthcare professionals (specifically midwives and obstetricians/gynecologists), as well as pregnant women in Greece, concerning physical activity during pregnancy. Additionally, this research seeks to assess the impact of an exercise education program, led by a physical education instructor, for women with normal (low-risk) pregnancies. The program's contributions will be evaluated in terms of the influence of antenatal exercise on pregnant women’s views and beliefs about exercise, perinatal outcomes, physical pain and discomfort, as well as on their stress levels and overall well-being.
Methods
To achieve the overarching aim and specific objectives of this dissertation, three distinct and independent studies were designed and implemented:
1st Study. This cross-sectional study was conducted from January 2022 to March 2023, with a sample of 237 healthcare professionals (153 midwives and 84 obstetricians/gynecologists) working across two public general hospitals and one private hospital in the Attica prefecture of Attica, in public primary healthcare facilities of the 1st Regional Health Authority of Attica, and in private practices. Data were collected via an anonymous, self-administered questionnaire designed specifically for the study.
2nd Study. This cross-sectional study was conducted from January 2022 to March 2023, with a sample of 383 pregnant women (≥38 gestational weeks) under care in two public general hospitals and one private hospital in the prefecture of Attica. Data were gathered using an anonymous, self-administered questionnaire developed for the study.
3rd Study. This prospective, quasi-experimental study involved an antenatal intervention led by a physical education teacher for a group of pregnant women with normal (low-risk) pregnancies. The study was conducted in three phases (antenatal and postnatal): a) Phase I, between 22-30 weeks of gestation, prior to the start of the intervention; b) Phase II, after 38 weeks of gestation, upon completion of the intervention; and c) Phase III, six weeks postpartum. The total study duration was approximately 22 months, spanning from March 2022 to December 2023. A total of 118 women participated, with 50 women selecting the control group and 68 women the intervention group. The antenatal exercise program was conducted online and included a group-based muscle-strengthening regimen for the pregnant participants. To achieve the study’s aims, three anonymous, self-administered questionnaires and specific psychometric instruments were employed.
Results
1st Study
The vast majority of these healthcare professionals (88.6%) believed that exercise during pregnancy is generally beneficial. According to the multivariate analyses, healthcare professionals with postgraduate/doctoral studies were more likely to believe that a) exercise is generally beneficial (p=0.03), b) pregnant women should be informed about it (p=0.028), c) informing pregnant women is necessary/useful (p=0.023), and d) pregnant women showed interest in it (p=0.034). Also, freelance midwives were more likely to believe that pregnant women should be informed about exercise (p=0.006), and that they showed interest in it (p=0.034). In addition, a) freelance midwives (p=0.050), and those who had experience in antenatal counselling (p=0.037), as well as b) obstetricians who were largely experienced in monitoring normal pregnancies (p=0.001), were less likely to associate exercise during pregnancy with the occurrence of placental abruption.
Only half of the participants (54.9%) reported that they recommend exercise to pregnant women in the first trimester of pregnancy. The majority do not routinely recommend a specific frequency and duration of exercise. Participants who reported being very familiar with the international guidelines were a) more likely to recommend exercise in general (p=0.013), as well as aerobic exercises (p=0.023); b) less likely to not recommend a specific frequency (p=0.027); and c) more likely to recommend a duration of 30–45 min of exercise (p=0.017) in the first trimester of pregnancy.
In the second trimester of pregnancy, the likelihood of healthcare professionals recommending exercise appears to be influenced by the following factors: a) their profession (p<0.001), b) the perceived necessity of being informed about exercise guidelines (p=0.003), c) their view on the benefits of exercise during pregnancy (p=0.006), and d) their level of knowledge of international guidelines (p=0.031). Additionally, in the third trimester, factors such as: a) gender (p=0.011), b) their views on the usefulness of exercise during pregnancy (p=0.011), c) profession (p=0.006), d) knowledge of international guidelines (p=0.008), and e) the perceived necessity of staying informed also seem to predict the likelihood of recommending exercise.
2nd Study
Half of the women (50.9%) engaged in exercise during the six months before their current pregnancy, while less than half (41.8%) continued exercising during the pregnancy, typically exercising 3-5 days per week (48%), for 40-60 minutes per session (64.4%), and at moderate intensity (46.3%). About one in three pregnant women (30%) who initially exercised during pregnancy stopped for various reasons, though some resumed later (26.1%). Fatigue was a key factor for discontinuing exercise (40.4%). By the last month of pregnancy, only 30.3% of women were still exercising, suggesting a gradual decrease in exercise as pregnancy progresses.
The vast majority of pregnant women strongly believed that exercise during pregnancy: a) benefits both the mother (82.7%) and the fetus (71.3%), b) promotes natural childbirth (82.8%), c) is necessary (69%), and d) is safe (78.8%). However, regarding recommendations from healthcare professionals, approximately half of the women reported that they did not discuss exercise with their doctor in any trimester and did not receive specific instructions. Although most women were free from medical or obstetric complications, half (50.7%) reported being advised in the first trimester to either stop (30.2%) or limit (20.5%) sexual activity. Many women also described their doctor as "neutral" towards exercise (41%) or reported that the doctor did not encourage them to exercise (40.4%). Similarly, 44.2% held the same perception about midwives.
According to the results of the bivariate logistic regression analysis, the following emerged as predictors of exercise during the current pregnancy: a) the pregnant woman’s belief regarding the midwife's stance (specifically, believing more strongly that the midwife encouraged them to exercise) (p=0.001), b) their belief regarding the doctor’s stance (specifically, believing less strongly that the doctor discouraged exercise) (p=0.024), and c) their satisfaction with the information provided by their doctor (p=0.004). Another statistical model identified additional predictors for exercise during pregnancy, including: a) high support from their partner (p<0.001), b) daily walking at a slow pace (p=0.004), c) the midwife initiating the discussion about exercise (p=0.004), d) the doctor not initiating the discussion (p=0.031), e) the topic being discussed with a healthcare professional (p<0.001), and f) low fatigue after work (p=0.003).
Additionally, another bivariate logistic regression model indicated that predictors of exercise during pregnancy included: a) absence of bleeding (p=0.032), b) not taking anticoagulant medication (p=0.032), c) the total number of pregnancies (with exercise decreasing as the number of pregnancies increased) (p=0.020), and d) body mass index at the end of pregnancy (exercise decreasing as body mass index increased) (p=0.047). Participation in a childbirth preparation program (p=0.042) and a desire for natural birth (p=0.019) also appeared as significant predictors of initiating exercise, either to maintain or reduce body weight or to better prepare for natural birth.
In the last trimester of pregnancy, bivariate logistic regression analysis showed that women who: a) chose a public hospital, b) took less progesterone, c) intended to exclusively breastfeed, and d) attended a childbirth preparation program were more likely to exercise. Another model indicated further predictors of exercise in the last trimester: a) daily walking at a slow pace (p=0.020), and b) the partner’s supportive role in encouraging exercise (p<0.001). Additionally, overweight and obese women were more likely to receive a recommendation to remain bedridden during the first trimester (p=0.047). Pregnant women who smoked reported that they: a) stopped exercising due to fatigue (p=0.022), b) had not exercised in the six months before the current pregnancy (p=0.012), c) lacked motivation to begin exercising (p=0.049), and d) perceived their doctor’s attitude toward exercise as neutral (p=0.024).
3rd Study
The participants were predominantly highly educated, with 54.2% holding postgraduate or doctoral degrees. Their average age was 34.38 years (± 4.44), and for 78.2%, this was their first pregnancy. Antenatal exercise was shown to have a statistically significant positive impact on reducing pregnant women’s concern about exercise-related injuries (less concern after the intervention) (p=0.006). The proportion of women who had a natural birth was slightly higher in the intervention group (42.6%) than in the control group (38.0%), although this difference was not statistically significant (p=0.612). Additionally, it is important to note that women in the intervention group showed a marginal tendency (p=0.072) toward exclusive breastfeeding by the end of the postpartum period compared to those in the control group.
The proportion of women reporting satisfaction with their delivery was higher in the intervention group than in the control group, though the difference was not statistically significant (p=0.626). This was similarly observed in sub-groups who gave birth naturally (p=0.735) and by caesarean section (p=0.860). In terms of feeling in control during childbirth and believing exercise contributed to a positive delivery experience, more women in the intervention group agreed than in the control group, although these differences were not statistically significant (p=0.413 and p=0.297, respectively).
Additionally, women in the intervention group (M±SD=4.00 ±0.91) reported significantly greater benefits from antenatal exercise during the postpartum period compared to the control group (M±SD=3.23 ±1.48) (p=0.019). Similarly, among women who gave birth by caesarean section, those in the intervention group were significantly more likely to report that exercise was beneficial during the postpartum period (p=0.022).
In the intervention group, average scores on the body appreciation scale significantly increased in Phase II (post-intervention) compared to Phase I (pre-intervention) (p=0.029). Additionally, there was a statistically significant reduction in women's anxiety related to weight gain in Phase II compared to Phase I (p=0.006). Further analyses revealed that the intervention could significantly reduce anxiety concerning weight gain (p=0.038).
Additionally, in the intervention group, pregnant women tended to report feeling less lack of energy and fatigue during pregnancy, albeit at a marginal level of statistical significance (p=0.058). Similarly, it was found, again at a marginal level of statistical significance (p=0.062), that pregnant women in the intervention group reported experiencing less arm pain during pregnancy. The intervention also appears to: a) be associated with an improvement in back or spine pain during pregnancy (p=0.019), b) benefit women by reducing joint pain (p=0.028), c) be associated with a decrease in hip pain levels by the end of the postpartum period (p=0.001), and d) be associated with a lower likelihood of experiencing cramping in the postpartum period (p=0.095).
Another finding is that the intervention reduced women's anxiety during pregnancy at a marginal level (p=0.057). Additionally, in the intervention group, levels of depressed mood decreased by the end of the postpartum period (p=0.021), while higher levels of positive well-being (p<0.001), vitality (p<0.001), and overall well-being (p<0.001) were reported during pregnancy, even though the intervention did not appear to have a statistically significant effect. In contrast, the control group showed lower scores on the vitality scale, indicating a decrease in vitality as the pregnancy progressed (p=0.027), although this effect was not statistically significant. Moreover, more women in the intervention group indicated they were likely to start an exercise program in the following month (p<0.001). Notably, half of the pregnant women in the intervention group (53.7%) expressed interest in beginning exercise after three months, compared to only 11.1% in the control group (p=0.001).
Conclusion
The participation of pregnant women in exercise remains low in our country, despite international affirmations that regular physical activity is a beneficial aspect of a healthy pregnancy and the ongoing calls for increased awareness among all stakeholders, as well as encouragement and support for women and education for healthcare professionals. The advice given to pregnant women often diverges from established international recommendations and guidelines regarding exercise during pregnancy. In addition to the level of education among healthcare professionals and pregnant women, factors such as the professionals’ work setting, work experience, beliefs, and familiarity with international guidelines are critical considerations when designing innovative interventions to promote exercise during pregnancy. Continued encouragement of women, ongoing education for healthcare professionals, and the engagement of all stakeholders involved in exercise-related issues are essential for reversing the current trends.