Εμφάνιση απλής εγγραφής

Μητρικός θηλασμός μετά από κύηση υψηλού κινδύνου: Διερεύνηση των παραμέτρων που δρουν ευνοϊκά ή δυσχεραίνουν τη μητρική πρόθεση και συμπεριφορά

dc.contributor.advisorDAGLA, MARIA
dc.contributor.authorΜπράνη, Παναγιώτα
dc.date.accessioned2025-01-23T13:10:08Z
dc.date.issued2024-12-12
dc.identifier.urihttps://polynoe.lib.uniwa.gr/xmlui/handle/11400/8285
dc.description.abstractΕισαγωγή: Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στη διερεύνηση της πρόθεσης και πρακτικής του μητρικού θηλασμού στις γυναίκες που βιώνουν κύηση υψηλού κινδύνου, διερευνώντας την έναρξη, τη μορφή και τη διάρκεια του θηλασμού κατά την περιγεννητική και μεταγεννητική περίοδο. Οι κυήσεις υψηλού κινδύνου αποτελούν έναν πολυσύνθετο κλινικό τομέα, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει την πρόθεση και τη δυνατότητα των μητέρων να θηλάσουν αποκλειστικά. Ειδικότερα, ο θηλασμός, αναγνωρισμένος διεθνώς ως σημαντική παράμετρος για την υγεία της μητέρας και του παιδιού, αντιμετωπίζει επιπρόσθετες προκλήσεις σε αυτό το πλαίσιο. Η έρευνα στοχεύει να καλύψει το κενό γνώσης που αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά θηλασμού μετά από κύηση υψηλού κινδύνου, παρέχοντας επιστημονικά δεδομένα που μπορούν να βελτιώσουν την παρεχόμενη φροντίδα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την πρόθεση και την πρακτική του μητρικού θηλασμού σε γυναίκες με κύηση υψηλού κινδύνου και η συγκριτική ανάλυση με γυναίκες που έχουν βιώσει κύηση χαμηλού κινδύνου. Ειδικότερα, εξετάζονται κοινωνικοοικονομικοί, δημογραφικοί, κλινικοί και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, καθώς και η επίδραση της προγεννητικής γνώσης, της ψυχικής υγείας, και της μητρικής αυτοαποτελεσματικότητας. Μεθοδολογία: Η μελέτη διεξήχθη στην Α΄ Μαιευτική/Γυναικολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα» με τη συμμετοχή 318 γυναικών (164 με κύηση υψηλού κινδύνου και 154 με κύηση χαμηλού κινδύνου). Οι συμμετέχουσες επιλέχθηκαν με δειγματοληψία ευκολίας και παρακολουθήθηκαν από την κύηση έως τον 6ο μήνα μετά τον τοκετό. Η συλλογή δεδομένων έγινε σε πέντε φάσεις, χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια και κλίμακες αξιολόγησης (EPDS, STAI, MAAS, PBQ, BSES, IIFAS). Διερευνήθηκαν κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, περιγεννητικοί παράγοντες, βαθμοί προσκόλλησης, αυτοαποτελεσματικότητα, ψυχολογική κατάσταση, και εμπειρίες θηλασμού. Η ανάλυση περιλάμβανε στατιστικές τεχνικές για τη συσχέτιση και πρόβλεψη των εκβάσεων, καθώς και συγκρίσεις μεταξύ ομάδων. Αποτελέσματα: Η πρόθεση για αποκλειστικό θηλασμό επηρεάστηκε από διάφορους παράγοντες, όπως ο προγραμματισμός της κύησης, ο χρόνος λήψης της απόφασης για θηλασμό (πριν ή κατά τη διάρκεια της κύησης), η διάρκεια νοσηλείας (>15 ημέρες), καθώς και η ψυχική κατάσταση και η γνώση και η στάση των μητέρων για το θηλασμό, όπως καταγράφηκε μέσω κλιμάκων (EPDS, STAI, MAAS, IIFAS). Οι μητέρες που είχαν προγεννητικά εκφράσει ισχυρή πρόθεση για αποκλειστικό θηλασμό υλοποίησαν αυτή την επιλογή σε όλες τις φάσεις μέτρησης, εκτός από το 1ο 24ωρο μετά τον τοκετό. Η μελέτη ανέδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις στην πρόθεση, την έναρξη, τη διάρκεια και την αποκλειστικότητα του μητρικού θηλασμού μεταξύ γυναικών με κύηση υψηλού και χαμηλού κινδύνου. Στις κυήσεις υψηλού κινδύνου, παρατηρείται σταδιακή μείωση του ποσοστού αποκλειστικού θηλασμού από το 23,90% στο t3, στο 21,38% στο t4 και τέλος στο 18,24% στο t5. Παράλληλα, η τεχνητή διατροφή εμφανίζει αύξηση, φτάνοντας στο 24,53% στο t5. Αντίστοιχα, στις κυήσεις χαμηλού κινδύνου, ο αποκλειστικός θηλασμός κυριαρχεί με υψηλότερα ποσοστά από τις κυήσεις υψηλού κινδύνου, αν και και αυτός μειώνεται από το 28,30% στο t3, στο 25,79% στο t4 και στο 24,21% στο t5. Η μεικτή διατροφή εμφανίζει σχετικά σταθερά χαμηλά ποσοστά και στις δύο κατηγορίες κυήσεων, ενώ η τεχνητή διατροφή παρουσιάζει αύξηση στις κυήσεις χαμηλού κινδύνου, αλλά παραμένει συνολικά χαμηλότερη από εκείνη των κυήσεων υψηλού κινδύνου. Η διάρκεια του θηλασμού επηρεάστηκε επίσης σημαντικά από τους περιγεννητικούς παράγοντες. Γυναίκες που θήλασαν αποκλειστικά στο 1ο 24ωρο είχαν 6,2 φορές περισσότερες πιθανότητες να συνεχίσουν τον αποκλειστικό θηλασμό έως τον 6ο μήνα (p=0,007). Η χρήση θήλαστρου συνδέθηκε αρνητικά με την αποκλειστικότητα του θηλασμού, καθώς το 68% των μητέρων που δεν χρησιμοποίησαν θήλαστρο κατά τη νοσηλεία τους θήλασαν αποκλειστικά έως το τέλος της λοχείας, έναντι 47% όσων το χρησιμοποίησαν περιστασιακά ή συχνά (p=0,016). Επίσης, οι μητέρες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης στον θηλασμό (πολύ/πάρα πολύ) παρουσίασαν αυξημένα ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού (43,5% στο 1ο 24ωρο και 50% στο τέλος της λοχείας), συγκριτικά με εκείνες με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Η ψυχική υγεία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, με τα χαμηλότερα επίπεδα επιλόχειας κατάθλιψης (EPDS: 7,8 ± 2,3) και υψηλότερη αυτοαποτελεσματικότητα στον θηλασμό (BSES-SF: 58,2 ± 4,5) να συνδέονται με μεγαλύτερη διάρκεια αποκλειστικού θηλασμού. Αντίθετα, μητέρες με αυξημένα επίπεδα άγχους (STAI: 46,7 ± 5,2) είχαν μειωμένα ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού στο τέλος του 3ου μήνα. Συνοπτικά, η ψυχική υγεία επηρέασε τη διάρκεια θηλασμού αλλά όχι την αποκλειστικότητα θηλασμού. Παράγοντες όπως ο χρόνος νοσηλείας επηρέασαν την πρακτική του θηλασμού: μητέρες με παραμονή στο νοσοκομείο μεγαλύτερη των 8 ημερών είχαν υψηλότερες πιθανότητες επιλογής τεχνητής διατροφής στο 1ο 24ωρο (58%), ενώ εκείνες με νοσηλεία 4-7 ημερών παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό αποκλειστικού θηλασμού στο 1ο 24ωρο (53%). Συμπεράσματα: Η παρούσα μελέτη ανέδειξε ότι η κύηση υψηλού κινδύνου αποτελεί σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει αρνητικά την πρόθεση, την έναρξη, την αποκλειστικότητα και τη διάρκεια του μητρικού θηλασμού. Οι γυναίκες με κύηση υψηλού κινδύνου παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά αποκλειστικού θηλασμού, τόσο στο αρχικό στάδιο όσο και μακροπρόθεσμα, συγκριτικά με εκείνες με κύηση χαμηλού κινδύνου. Αυτή η διαφοροποίηση υπογραμμίζει την ανάγκη για στοχευμένες παρεμβάσεις κατά την περιγεννητική περίοδο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον θηλασμό περιλαμβάνουν την προγεννητική εκπαίδευση, την ψυχική υγεία, την υποστήριξη από το περιβάλλον και τους επαγγελματίες υγείας, καθώς και πρακτικές που ακολουθούνται εντός του νοσοκομείου. Η χρήση θήλαστρου, οι δυσκολίες με τον θηλασμό και η αυξημένη διάρκεια νοσηλείας (>8 ημέρες) συνδέθηκαν αρνητικά με την αποκλειστικότητα του θηλασμού. Επιπλέον, γυναίκες με υψηλό επίπεδο αυτοαποτελεσματικότητας και ικανοποίηση από την εμπειρία της εγκυμοσύνης και του τοκετού παρουσίασαν μεγαλύτερα ποσοστά αποκλειστικού και παρατεταμένου θηλασμού. Η μελέτη καταδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης εξατομικευμένων στρατηγικών υποστήριξης για τις γυναίκες με κύηση υψηλού κινδύνου. Τέτοιες στρατηγικές θα πρέπει να περιλαμβάνουν προγεννητική εκπαίδευση, ψυχολογική υποστήριξη, παρεμβάσεις για την αύξηση της αυτοαποτελεσματικότητας και της αυτοπεποίθησης των μητέρων, καθώς και πολιτικές που προάγουν τον θηλασμό στο νοσοκομείο και στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η ενίσχυση αυτών των παραγόντων μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της πρακτικής του θηλασμού, προωθώντας τα οφέλη του για τη μητέρα και το παιδί, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τα εμπόδια που σχετίζονται με την περιπλοκότητα της κύησης υψηλού κινδύνου. Τέλος, τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν την ανάγκη διαμόρφωσης στοχευμένων πολιτικών και κλινικών παρεμβάσεων, που να ενσωματώνουν τη μοναδικότητα κάθε γυναίκας, προκειμένου να ενισχυθεί η δημόσια υγεία και η συνολική εμπειρία της μητρότητας.el
dc.format.extent571el
dc.publisherΠανεπιστήμιο Δυτικής Αττικήςel
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές*
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/*
dc.subjectΚύηση υψηλού κινδύνουel
dc.subjectΠρόθεση θηλασμούel
dc.subjectΈναρξη θηλασμούel
dc.subjectΔιάρκεια θηλασμούel
dc.subjectΑποκλειστικότητα μητρικού θηλασμούel
dc.titleΜητρικός θηλασμός μετά από κύηση υψηλού κινδύνου: Διερεύνηση των παραμέτρων που δρουν ευνοϊκά ή δυσχεραίνουν τη μητρική πρόθεση και συμπεριφοράel
dc.title.alternativeMaternal breastfeeding after high-risk pregnancy: Exploring factors facilitating or impeding maternal intention and behaviorel
dc.typeΔιδακτορική διατριβήel
dc.contributor.committeeIliadou, Maria
dc.contributor.committeeΠεχλιβάνη, Φανή
dc.contributor.facultyΣχολή Επιστημών Υγείας & Πρόνοιαςel
dc.contributor.departmentΤμήμα Μαιευτικήςel
dc.description.abstracttranslatedIntroduction: This doctoral dissertation focuses on investigating the intention and practice of breastfeeding among women experiencing high-risk pregnancies, examining the initiation, form, and duration of breastfeeding during the perinatal and postpartum periods. High-risk pregnancies constitute a multifaceted clinical field that can influence mothers' intention and ability to exclusively breastfeed. Breastfeeding, recognized globally as a crucial factor for maternal and child health, encounters additional challenges in this context. The study aims to address the knowledge gap regarding factors influencing breastfeeding behavior after high-risk pregnancies, providing scientific data to enhance care delivery. Objective: The purpose of this study is to explore the factors affecting breastfeeding intention and practice among women with high-risk pregnancies and to perform a comparative analysis with women who have experienced low-risk pregnancies. Specifically, it examines socioeconomic, demographic, clinical, and psychosocial factors, as well as the influence of prenatal knowledge, mental health, and maternal self-efficacy. Methodology: The study was conducted at the First Obstetrics and Gynecology Clinic of “Alexandra” General Hospital and included 318 women (164 with high-risk pregnancies and 154 with low-risk pregnancies). Participants were selected through convenience sampling and monitored from pregnancy to the sixth month postpartum. Data were collected in five phases using questionnaires and assessment scales (EPDS, STAI, MAAS, PBQ, BSES, IIFAS). The study explored socioeconomic characteristics, perinatal factors, bonding levels, self-efficacy, psychological status, and breastfeeding experiences. Statistical techniques for correlation, outcome prediction, and group comparisons were applied. Results: The intention for exclusive breastfeeding was influenced by various factors, such as pregnancy planning, the timing of the decision to breastfeed (before or during pregnancy), the duration of hospitalization (>15 days), as well as the mental state, knowledge, and attitudes of mothers toward breastfeeding, as recorded through scales (EPDS, STAI, MAAS, IIFAS). Mothers who had prenatally expressed a strong intention for exclusive breastfeeding implemented this choice across all measurement phases, except for the first 24 hours postpartum. The study highlighted significant differences in the intention, initiation, duration, and exclusivity of breastfeeding between women with high-risk and low-risk pregnancies. In high-risk pregnancies, a gradual decrease in the rate of exclusive breastfeeding was observed, dropping from 23.90% at t3, to 21.38% at t4, and finally to 18.24% at t5. Simultaneously, artificial feeding showed an increase, reaching 24.53% at t5. Conversely, in low-risk pregnancies, exclusive breastfeeding was more prevalent, although it also decreased from 28.30% at t3, to 25.79% at t4, and to 24.21% at t5. Mixed feeding maintained relatively low and stable rates in both pregnancy categories, while artificial feeding increased in low-risk pregnancies but remained consistently lower than in high-risk pregnancies. Breastfeeding duration was significantly affected by perinatal factors. Women who exclusively breastfed during the first 24 hours were 6.2 times more likely to continue exclusive breastfeeding until the sixth month (p=0.007). Specifically, 35% of women with high-risk pregnancies maintained breastfeeding for six months, compared to 52% of those with low-risk pregnancies. The use of breast pumps was negatively associated with breastfeeding exclusivity; 68% of mothers who did not use a breast pump during hospitalization breastfed exclusively until the end of the postpartum period, compared to 47% of those who used it occasionally or frequently (p=0.016). Additionally, mothers with high levels of breastfeeding education (high/very high) demonstrated increased rates of exclusive breastfeeding (43.5% in the first 24 hours and 50% by the end of the postpartum period) compared to those with lower levels of education. Mental health played a crucial role, with lower levels of postpartum depression (EPDS: 7.8 ± 2.3) and higher breastfeeding self-efficacy (BSES-SF: 58.2 ± 4.5) being associated with longer durations of exclusive breastfeeding. In contrast, mothers with elevated anxiety levels (STAI: 46.7 ± 5.2) exhibited lower rates of exclusive breastfeeding at the end of the third month. In summary, mental health influenced the duration of breastfeeding but not its exclusivity. Factors such as the duration of hospitalization also affected breastfeeding practices: mothers who stayed in the hospital for more than 8 days were more likely to choose artificial feeding in the first 24 hours (58%), whereas those with a hospital stay of 4-7 days had the highest rate of exclusive breastfeeding during the first 24 hours (53%). Conclusions: This study highlighted that high-risk pregnancies significantly negatively impact the intention, initiation, exclusivity, and duration of breastfeeding. Women with high-risk pregnancies exhibited lower exclusive breastfeeding rates, both initially and long-term, compared to those with low-risk pregnancies. These disparities underscore the need for targeted interventions during the perinatal period. Factors influencing breastfeeding include prenatal education, mental health, support from the environment and healthcare professionals, and hospital practices. Breast pump usage, breastfeeding difficulties, and prolonged hospitalization (>8 days) were negatively associated with breastfeeding exclusivity. Additionally, women with high levels of self-efficacy and satisfaction with their pregnancy and childbirth experiences demonstrated higher rates of exclusive and prolonged breastfeeding. This study emphasizes the necessity for developing individualized support strategies for women with high-risk pregnancies. Such strategies should include prenatal education, psychological support, interventions to enhance maternal self-efficacy and confidence, and policies promoting breastfeeding within hospital settings and the broader societal context. Strengthening these factors can improve breastfeeding practices, promoting its benefits for both mother and child while reducing barriers associated with the complexities of high-risk pregnancies. Finally, the findings support the need for tailored policies and clinical interventions that account for the unique circumstances of each woman to enhance public health and the overall experience of motherhood.el
dcterms.embargoTerms3 yearsel
dcterms.embargoLiftDate2028-01-23T13:10:08Z


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές
Εκτός από όπου επισημαίνεται κάτι διαφορετικό, το τεκμήριο διανέμεται με την ακόλουθη άδεια:
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές