Φυσικοχημική μελέτη κονιαμάτων, κεραμικών και άλλων ευρημάτων από το ελληνιστικό βαφείο υφασμάτων της αρχαίας Ελίκης
Physicochemical study of mortars, ceramics and other findings from the Hellenistic dye-works of ancient Eliki
Abstract
Στην παρούσα έρευνα μελετήθηκαν έντεκα δείγματα που λήφθηκαν από τις εγκαταστάσεις ελληνιστικού βαφείου υφασμάτων στην αρχαία Ελίκη που αποκαλύφθηκαν το 2003 από το ερευνητικό πρόγραμμα της αρχαίας Ελίκης με επικεφαλή την αρχαιολόγο Ντόρα Κατσωνοπούλου. Τα δείγματα περιλαμβάνουν δύο θραύσματα από μεγάλους κεραμικούς αποθηκευτικούς πίθους, θραύσμα από κεραμική εστία, μία κεραμίδα με έντονο πράσινο σώμα που παρουσιάζει διχρωμία, τρία δείγματα κονιάματος από επίχρισμα βαθιάς δεξαμενής κι ένα ακόμα δείγμα κονιάματος από επίχρισμα κωνικής λεκάνης, μάζα χώματος κίτρινου χρώματος που βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο με πήλινη κατασκευή άγνωστης χρήσης, καθώς και λευκή μάζα εύθρυπτου ορυκτού που βρέθηκε σε δωμάτιο δίπλα στις δεξαμενές και εκτιμάται ότι πρόκειται για ασβέστη. Στα δείγματα εφαρμόστηκαν οι παρακάτω μέθοδοι ενόργανης χημικής ανάλυσης: Ηλεκτρονική Μικροσκοπία Σάρωσης (SEM), Περιθλασιμετρία Ακτίνων Χ (XRD), Φασματοσκοπία Υπέρυθρου Μετασχηματισμού Fourier (FTIR). Τα επιχρίσματα καθώς και κάποια από τα δείγματα των κεραμικών μελετήθηκαν κι εγκιβωτισμένα σε εποξειδική ρητίνη. Σκοπός των ανωτέρω αναλύσεων ήταν η ταυτοποίηση της σύνθεσης των δειγμάτων, ο προσδιορισμός της τεχνολογίας κατασκευής των κεραμικών και των κονιαμάτων κι η διερεύνηση της παρουσίας οργανικών ή ανόργανων υπολειμμάτων των υλικών που χρησιμοποιούνταν στις εγκαταστάσεις. Η απόσπαση των παραπάνω πληροφοριών από τη μελέτη των δειγμάτων ευελπιστούμε ότι θα συνεισφέρει στην έρευνα που είναι σ’ εξέλιξη πάνω στη χρήση των εγκαταστάσεων.
Από τη μελέτη των δειγμάτων προέκυψε ότι τα κεραμικά είναι κατασκευασμένα από ασβεστιούχο πηλό χαμηλής περιεκτικότητας σε ασβέστιο (Ca). Φέρουν φυσικά και κεραμικά εγκλείσματα. Όλα, εκτός της κεραμίδας, έχουν θερμοκρασίες όπτησης (<1000οC) και ο πηλός κατασκευής τους περιέχει μικρές ποσότητες χρωμίου (Cr) και μαγγανίου (Mn), οπότε είναι κοινής προέλευσης, πιθανότατα τοπικής. Η κεραμίδα έχει ψηθεί σε υψηλότερη θερμοκρασία (>1000oC). Ο πηλός κατασκευής της δεν περιέχει χρώμιο (Cr) και μαγγάνιο (Mn), οπότε έχουν χρησιμοποιηθεί άργιλοι διαφορετικής προέλευσης από τα υπόλοιπα κεραμικά. Η ορυκτολογική δομή της είναι πλούσια σε πυρόξενα ορυκτά όπως το διοψίδιο και ο φασσαΐτης στα οποία και αποδίδουμε και το πράσινο χρώμα της. Όσον αφορά τα επιχρίσματα, είναι κατασκευασμένα από ανθρακικό ασβέστιο και περιέχουν μαγνήσιο (Mg), αργίλιο (Al) και πυρίτιο (Si). Δεν ήταν εφικτή η επιβεβαίωση παρουσίας υδραυλικών φάσεων στο κονίαμα. Τα αδρανή που περιέχονται στο κονιάματα είναι φυσικά ή κεραμικά. Στα κονιάματα που προέρχονταν από τη δεξαμενή βρέθηκε σχετικά υψηλή συγκέντρωση χλωρίου (Cl) και δευτερευόντως νατρίου (Na). Δεν έγινε εφικτός ο προσδιορισμός της χημικής ένωσης στην οποία είναι δεσμευμένα τα δύο στοιχεία. Ωστόσο, δεν αποκλείεται αυτή να είναι ο αλίτης (NaCl). Η λευκή ορυκτή μάζα που βρέθηκε στο δωμάτιο δίπλα στις δεξαμενές ταυτοποιήθηκε ως ανθακικό ασβέστιο πλούσιο σε μαγνήσιο (Mg) ενώ στην κίτρινη μάζα χώματος βρέθηκε, κατόπιν της ανάλυσης FTIR, λεπιδοκροκίτης στον οποίο πρέπει και να οφείλεται το κίτρινο χρώμα στο χώμα, χωρίς όμως να μπορεί να επιβεβαιωθεί η παρουσία αυτού ή κάποιου άλλου οξειδίου του σιδήρου από το φάσμα του XRD.
Σε κανένα από τα δείγματα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή εφαρμογή
βαφών, δεν βρέθηκαν οργανικά υπολείμματα και υπολείμματα βαφής. Η παρουσία λεπιδοκροκίτη πιθανόν να εξηγεί τη χρήση της πήλινης κατασκευής που βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο και η οποία εκτιμάται ότι χρησιμοποιούνταν είτε για την παραγωγή βαφών είτε για μεταλλουργικές εργασίες, στρέφοντας το ενδιαφέρον στη δεύτερη εκδοχή. Ο ασβέστης και ο αλίτης που βρέθηκαν είναι υλικά που χρησιμοποιούνταν σ’ εγκαταστάσεις βαφείων κατά την ελληνιστική εποχή αλλά όχι αποκλειστικά.