Η λήψη φαρμακευτικής αγωγής στο θηλασμό ως παράγοντας για τη διακοπή του. Μια προοπτική και περιγραφική μελέτη στην Ελλάδα
Medication intake as a factor for breastfeeding cessation. A prospective and descriptive study in Greece
Διδακτορική διατριβή
Συγγραφέας
Τίγκα, Μαρία
Ημερομηνία
2023-07-14Επιβλέπων
AVRAMIOTI LYKERIDOU, AIKATERINIΛέξεις-κλειδιά
Φαρμακευτική αγωγή ; Φάρμακα ; Παράγοντας ; Μη έναρξη θηλασμού ; Διακοπή θηλασμού ; Απογαλακτισμός ; Θηλασμός ; ΕπιπολασμόςΠερίληψη
Εισαγωγή: Οι περισσότερες γυναίκες γνωρίζουν ότι ο αποκλειστικός και μακροχρόνιος μητρικός θηλασμός αποτελεί βασικό στοιχείο για να επιτευχθούν τα βέλτιστα αποτελέσματα για την υγεία της μητέρας και του νεογνού. Ωστόσο, στην προσπάθειά τους οι μητέρες να εγκαταστήσουν και να διατηρήσουν το θηλασμό, μπορεί να συναντήσουν πολλά εμπόδια με σημαντικές επιπτώσεις στους στόχους τους σχετικά με το θηλασμό. Τέτοια εμπόδια μπορεί να είναι παθήσεις της μητέρας που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής, όπως χρόνιες ή οξείες ασθένειες και επείγουσες ιατρικές καταστάσεις που απαιτούν διαγνωστική απεικόνιση ή ακόμη και χειρουργική επέμβαση. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθούν (α) τα είδη και η συμβατότητα με το θηλασμό των φαρμάκων που χορηγήθηκαν σε λεχώνες τους πρώτους έξι μήνες μετά τον τοκετό και (β) ο βαθμός στον οποίο οι μητέρες διέκοψαν το θηλασμό όταν προέκυπτε η ανάγκη λήψης φαρμακευτικής αγωγής. Υλικό και Μέθοδος: Πρόκειται για μια προοπτική, διαχρονική, περιγραφική μελέτη που συμπεριέλαβε ένα δείγμα 847 γυναικών από πέντε τριτοβάθμια μαιευτήρια, τρία δημόσια και δύο ιδιωτικά, που βρίσκονται στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας κατά το χρονικό διάστημα Ιανουάριος - Δεκέμβριος 2020. Στη μελέτη συμμετείχαν γυναίκες που είχαν γεννήσει και νοσηλεύονταν σε Τμήμα Λεχωίδων. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου μέσω συνέντευξης κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους και μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας τον πρώτο, τρίτο και έκτο μήνα μετά τον τοκετό. Τα φάρμακα ταξινομήθηκαν σύμφωνα με το Ανατομικό, Θεραπευτικό και Χημικό (ATC) σύστημα ταξινόμησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), και σύμφωνα με τη βάση δεδομένων Drugs and Lactation Database - Lactmed και την κατηγοριοποίηση κατά Hale, όσον αφορά τη συμβατότητά τους με το θηλασμό. Για τα ποσοτικά δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν περιγραφικές και επαγωγικές στατιστικές. Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό IBM SPSS έκδοση 28. Αποτελέσματα: Συνολικά, ποσοστό 100% των γυναικών του δείγματος ανέφερε ότι χρησιμοποίησε τουλάχιστον ένα φάρμακο κατά τη διάρκεια της εξάμηνης παρακολούθησης, ποσοστό που παρέμεινε αμετάβλητο ακόμη και όταν εξαιρέθηκαν οι βιταμίνες. Συνολικά, χρησιμοποιήθηκαν 8.274 φαρμακευτικά σκευάσματα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε 114 διαφορετικές φαρμακευτικές ουσίες, ενώ ο διάμεσος αριθμός φαρμάκων που χρησιμοποίησαν οι μητέρες ήταν 9 (IQR: 8-11). Σύμφωνα με το επίπεδο 2 της ταξινόμησης ATC, τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα ήταν τα αντιβιοτικά για συστηματική χορήγηση (98,2%), τα αναλγητικά (87,5%), τα αντιφλεγμονώδη και τα αντιρευματικά σκευάσματα (87,2%), τα φάρμακα κατά της αναιμίας (82,9%), τα αναισθητικά (79,7%), τα συμπληρώματα μεταλλικών στοιχείων (68,6%), τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία γυναικολογικών παθήσεων (68,4%), τα αντιθρομβωτικά (56,8%), τα φάρμακα για θεραπεία του θυρεοειδούς (22,9%), τα αντιόξινα (9,8%) και τα φάρμακα για γαστρεντερικές διαταραχές (5,8%). Οι θηλάζουσες συγκεκριμένα (796/847), χρησιμοποίησαν συνολικά 89 διαφορετικά φάρμακα, εκ των οποίων τα 7 παρουσίασαν κάποιου βαθμού ασυμφωνία στην ταξινόμηση ως προς τη συμβατότητα με το θηλασμό μεταξύ των δύο πηγών που χρησιμοποιήθηκαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Lactmed και του Hale αντίστοιχα, 63% και 56,2% των φαρμάκων θεωρήθηκαν συμβατά ή πιθανώς συμβατά με το θηλασμό, 12,4% και 28,1% χαρακτηρίστηκαν ως φάρμακα για τα οποία πρέπει να γίνεται λελογισμένη χρήση, 4,5% και 1,1% αφορούσαν φάρμακα που πρέπει να αποφεύγονται ή να χρησιμοποιούνται με προσοχή και τέλος 20,2% και 14,6% δεν ταξινομήθηκαν καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα. Η μεπεριδίνη, αν και ταξινομήθηκε ως δυνητικά επικίνδυνη σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση κατά Hale, χορηγήθηκε ως μετεγχειρητικό αναλγητικό στο 0,7% των θηλαζουσών γυναικών. Επιπλέον, χορηγήθηκαν στις θηλάζουσες μητέρες αζαθειοπρίνη (0,2%), τραμαδόλη (12,5%), εργομητρίνη (60,3%) και καβεργολίνη (0,2%), τα οποία σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση κατά Lactmed πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή ή να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρατηρήθηκε ευρεία χορήγηση μετρονιδαζόλης (24,1%), η οποία αμφισβητείται για τη συμβατότητά της με το θηλασμό. Η λήψη φαρμακευτικής αγωγής αποτέλεσε τη δεύτερη συχνότερη αιτία διακοπής του θηλασμού στον υπό μελέτη πληθυσμό (14,4%, N=57/397). Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι από τις 57 περιπτώσεις διακοπής θηλασμού λόγω λήψης φαρμάκων, μόνο το 24,6% (Ν=14/57) έλαβε τεκμηριωμένη συμβουλευτική από ιατρό. Δυστυχώς, το 66,6% (N=38/57) των γυναικών διέκοψε το θηλασμό ως συνέπεια εσφαλμένης συμβουλευτικής. Το επίπεδο εκπαίδευσης, η εργασιακή απασχόληση στους 6 μήνες μετά τον τοκετό, το είδος τοκετού, η προηγούμενη εμπειρία θηλασμού, η λήψη φαρμάκων για χρόνια νοσήματα, η σύσταση του θεράποντος ιατρού και το κάπνισμα προ εγκυμοσύνης ήταν παράγοντες που συσχετίστηκαν σημαντικά με τη διακοπή του θηλασμού λόγω λήψης φαρμάκων. Συμπεράσματα: Ο επιπολασμός λήψης φαρμακευτικής αγωγής από θηλάζουσες γυναίκες στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλός και η πολυφαρμακία αποτελεί μείζον πρόβλημα για το εθνικό σύστημα υγείας. Επιπλέον, γίνεται χρήση φαρμάκων σε θηλάζουσες γυναίκες, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν καταστολή του νεογνού/βρέφους, να μειώσουν την παραγωγή γάλακτος ή έχουν αμφισβητήσιμη ασφάλεια κατά τη διάρκεια της γαλουχίας. Η λήψη φαρμάκων φαίνεται να αποτελεί σημαντικό λόγο για τη μη έναρξη και τη διακοπή του θηλασμού. Πολλαπλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της ασαφούς και εσφαλμένης συμβουλευτικής από τους επαγγελματίες υγείας σχετικά με τη λήψη φαρμάκων, συνδέονται σημαντικά με τα αυξημένα ποσοστά διακοπής του μητρικού θηλασμού. Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι η συμβουλευτική που ασκείται στη μητέρα σχετικά με το θηλασμό θα πρέπει να βασίζεται σε επικαιροποιημένες κατευθυντήριες οδηγίες, σύγχρονες βάσεις δεδομένων και να συνδέεται αυστηρά με τεκμηριωμένες προσεγγίσεις. Η εφαρμογή πρωτοβουλιών, συμβουλευτικών υπηρεσιών και προγραμμάτων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης που απευθύνονται σε επαγγελματίες υγείας και μητέρες πάνω στο θέμα της λήψης φαρμάκων κατά τη διάρκεια του θηλασμού, θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά τους δείκτες θηλασμού στην Ελλάδα.
Περίληψη
Introduction: Most women are aware that exclusive and prolonged breastfeeding is a key element for optimal maternal and neonatal health outcomes. However, in their efforts to establish and sustain breastfeeding, mothers may encounter many barriers with significant implications for their breastfeeding goals. Such barriers during lactation may be conditions requiring maternal pharmacological treatment, including chronic or acute diseases and emergency medical conditions that demand diagnostic imaging or even a surgical procedure. Aim: The aim of the present study was to investigate (a) the types and compatibility with breastfeeding of medications used by puerperal women during the first six months after childbirth and (b) the extent to which mothers discontinued breastfeeding when the need of medication intake arose. Materials and Methods: The present study has a prospective, descriptive longitudinal design. A sample of 847 women was recruited between January and December 2020 from five tertiary maternity hospitals, three public and two private ones, located in Athens, the capital of Greece. The study enrolled mothers who had given birth and were hospitalized in the postnatal ward. Data were collected by a structured questionnaire via interview during hospitalization and via telephone in the first, third and sixth month postpartum. Medications were classified according to the World Health Organization (WHO) Anatomical Therapeutic Chemical (ATC) classification system and according to the risk in breastfeeding by the Drugs and Lactation Database - Lactmed and the Hale’s lactation risk categories. For quantitative data, descriptive and inferential statistics were used. The statistical software IBM SPSS version 28 was used for the statistical analysis. Results: Overall, 100% of the mothers reported having taken at least one medicine, even when vitamins were excluded. In total, 8.274 pharmaceuticals were used; mothers cited 114 different medicines, while the median number used by each one was 9 (IQR: 8-11). According to the ATC classification level 2, the most common medications among mothers were antibacterials for systemic use (98.2%), analgesics (87.5%), anti-inflammatory and antirheumatic drugs (87.2%), pharmaceuticals against anemia (82.9%), anesthetics (79.7%), mineral supplements (68.6%), medicines for gynecological diseases (68.4%), antithrombotic agents (56.8%), thyroid therapy (22.9%), antacids (9.8%) and medicines for gastrointestinal disorders (5.8%). Lactating women (796/847) reported overall 89 different medicines, 7 of which had some degree of discrepancy in classification with regards to breastfeeding risk between the two sources used. The results showed that, according to the Lactmed and Hale classification respectively, 63% and 56.2% of the medicines were considered compatible or probably compatible, 12.4% and 28.1% were characterized as judicious, 4.5% and 1.1% referred to medications to be avoided and finally 20.2% and 14.6% were not classified as no information was available. Meperidine, although classified as potentially hazardous pursuant to Hale, was administered as a postoperative analgesic in 0.7% of lactating women. Additionally, azathioprine (0.2%), tramadole (12.5%), ergometrine (60.3%) and cabergoline (0.2%) were also administered to mothers, which according to Lactmed should be used with caution or avoided during lactation. Notably, it was observed widespread administration of metronidazole (24.1%), a medicine surrounded by controversy about its compatibility with breastfeeding. Medication intake was the second most frequent reason for discontinuation of breastfeeding among the studied population (14.4%, n = 57/397). Results revealed that from the 57 cases of breastfeeding cessation due to medication intake, only 24.6% (n = 14/57) received evidence-based counseling from a physician. Unfortunately, 66.6% (n = 38/57) of the women ceased breastfeeding due to erroneous professional advice. Educational level, employment at six months postpartum, mode of delivery, previous breastfeeding experience, medication intake for chronic diseases, physician’s recommendation and smoking before pregnancy were factors significantly correlated with breastfeeding discontinuation due to medication intake. Conclusions: The prevalence of medication intake among lactating women in Greece is very high and polypharmacy is a major concern for the national healthcare system. Additionally, medicines that may cause an infant's sedation, decrease milk supply or have debatable safety during lactation are commonly used among lactating women. Medication intake is demonstrated as a significant reason for non-initiation and cessation of breastfeeding. Multiple factors, including inconsistent and improper professional counseling regarding medication intake, are importantly associated with increased breastfeeding cessation. It is concluded that maternal, infant and lactation consultancy in Greece should be based on regularly reviewed guidelines, contemporary databases and be strictly related to evidence-based approaches. Implementation of initiatives, consulting services and continuing educational programs oriented towards healthcare professionals and mothers with reflection on the topic of medication intake during lactation could positively affect breastfeeding indicators in Greece.