Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της εμπειρίας τοκετού και της ανάπτυξης δεσμού ανάμεσα στη λεχωίδα και το νεογνό
The investigation of the relationship between the birth experience and the development of the bond between the mother and the newborn
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Συγγραφέας
Ιωάννου, Αγγελική
Ημερομηνία
2024-03-25Επιβλέπων
DAGLA, MARIAΛέξεις-κλειδιά
Δεσμός μητέρας-νεογνού ; Εμπειρία τοκετού ; Φροντίδα μετά τον τοκετό ; Ποσοτική έρευναΠερίληψη
Εισαγωγή: Η μητρική προσκόλληση, γνωστή και ως μητρικός δεσμός ή η συναισθηματική σύνδεση μεταξύ μιας μητέρας και του βρέφους της, είναι ζωτικής σημασίας για τα αναπτυξιακά αποτελέσματα του βρέφους. Αυτή η προσκόλληση επηρεάζει τη συναισθηματική ασφάλεια, την κοινωνική ανάπτυξη και τη γνωστική ανάπτυξη. Βοηθά τα βρέφη να αναπτύξουν δεξιότητες συναισθηματικής ρύθμισης και θέτει τα θεμέλια για μελλοντικές σχέσεις.
Σκοπός: Ο σκοπός της μελέτης έγκειται στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της εμπειρίας τοκετού και της ανάπτυξης δεσμού ανάμεσα στη λεχωίδα και το νεογνό. Συγκεκριμένα το βασικό ερευνητικό ενδιαφέρον έγκειται στο πώς η εμπειρία τοκετού επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται, εδραιώνονται και εξελίσσονται οι δεσμοί μεταξύ των νέων γονέων και του νεογνού τους.
Μεθοδολογία: Πραγματοποιήθηκε ποσοτική συγχρονική μελέτη και χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο ως μέσο συλλογής δεδομένων. Χρησιμοποιήθηκαν τρία διαφορετικά ερωτηματολόγια, ένα αυτοσχέδιο και δύο σταθμισμένα. Το δείγμα της έρευνας αυτής αποτελείται από 140 λεχωίδες οι οποίες γέννησαν σε τριτοβάθμιο ιδιωτικό νοσοκομείο. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίων, τα οποία διανεμήθηκαν και συμπληρώθηκαν εντός του δεύτερου και τρίτου 24ώρου από τον τοκετό. Τα κριτήρια επιλογής και αποκλεισμού ορίστηκαν με σαφήνεια για να διασφαλίσουν την εντοπιότητα και την εγκυρότητα των συλλεγόμενων πληροφοριών. Επιλέχθηκαν λεχωίδες που γέννησαν μέσω φυσιολογικού ή καισαρικού τοκετού και είχαν υποβληθεί σε πρόκληση τοκετού ή επεμβατικό τοκετό, καθώς και εκείνες με νεογνά στη ΜΕΝΝ, προκειμένου να καλυφθεί ένα ευρύ φάσμα εμπειριών. Επιπλέον, η γλωσσική επάρκεια στην ελληνική ήταν βασικό κριτήριο για την αποφυγή εμποδίων στην επικοινωνία. Σε όλη τη διαδικασία ελήφθη υπόψη η διατήρηση της ανωνυμίας των συμμετεχόντων.
Αποτελέσματα: Η εμπειρία τοκετού για τις λεχωίδες που έχουν υποβληθεί σε φυσιολογικό τοκετό κυμαίνεται από 3 έως 10 με μέση τιμή 8,54 και τυπική απόκλιση 1,616, που υποδηλώνει ότι οι περισσότερες λεχωίδες που έχουν φυσιολογικό τοκετό αναφέρουν θετικές εμπειρίες, με σχετικά μικρή μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων. Για τις λεχωίδες που υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένη καισαρική τομή, το σκορ εμπειρίας κυμαίνεται από 1 έως 10 με μέση τιμή 7,91 και τυπική απόκλιση 2,009. Η μεγαλύτερη τυπική απόκλιση σε σύγκριση με τον φυσιολογικό τοκετό υποδηλώνει μεγαλύτερη μεταβλητότητα στην εμπειρία, υποδεικνύοντας ότι οι εμπειρίες των λεχωίδων μπορεί να διαφέρουν περισσότερο. Η κατηγορία των λεχωίδων που υποβλήθηκαν σε επείγουσα καισαρική τομή έχει σκορ από 3 έως 10, με μέση τιμή 6,96 και τυπική απόκλιση 2,047, που υποδηλώνει την χαμηλότερη μέση εμπειρία ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες, με σχετικά υψηλή μεταβλητότητα, αντανακλώντας πιθανόν την αυξημένη στρεσσογόνο φύση των επειγόντων καισαρικών τομών. Η συσχέτιση μεταξύ της εμπειρίας του τοκετού και του δεσμού με το νεογνό μετά τον τοκετό δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα. Τέλος, εντοπίστηκαν στατιστικά σημαντικές σχέσεις μεταξύ τον αριθμό παιδιών με την απόρριψη και παθολογική οργή, της επιθυμίας κύησης με το προβληματικό δεσμό, της επιθυμίας κύησης με την απόρριψη και παθολογική οργή, και της παρουσίας συντρόφου ή άλλου προσώπου στον τοκετό/καισαρική τομή με το προβληματικό δεσμό.
Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της μελέτης υποδηλώνουν την ανάγκη για μια πιο ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη προσέγγιση στην υποστήριξη των μητέρων κατά την εγκυμοσύνη και μετά τον τοκετό, επικεντρωμένη στην ενίσχυση του δεσμού μητέρας-νεογνού. Η έρευνα υπογραμμίζει τη σημασία της παροχής εξατομικευμένων υπηρεσιών υποστήριξης και της ανάπτυξης περαιτέρω μεθόδων για τη βελτίωση της ποιότητας της μητρικής φροντίδας, λαμβάνοντας υπόψη τις μοναδικές εμπειρίες και ανάγκες κάθε μητέρας.
Περίληψη
Introduction: Maternal attachment, also known as the maternal bond or the emotional connection between a mother and her infant, is crucial for the infant's developmental outcomes. This attachment influences emotional security, social development, and cognitive growth. It assists infants in developing emotional regulation skills and sets the foundation for future relationships.
Purpose: The study aims to explore the relationship between the childbirth experience and the development of the bond between the mother and the newborn. Specifically, the primary research interest lies in how the childbirth experience affects the way bonds are formed, established, and evolved between new parents and their newborns.
Methodology: A quantitative cross-sectional study was conducted, utilizing questionnaires as the data collection tool. Three different questionnaires were used, one self-designed and two standardized. The research sample consisted of 140 women who gave birth in a tertiary private hospital. Data collection was carried out through questionnaires distributed and completed within the second and third 24-hour period after childbirth. Selection and exclusion criteria were clearly defined to ensure the relevance and validity of the collected information. Women who gave birth via natural or cesarean delivery and underwent labor induction or interventionist delivery were selected, as well as those with neonates in the Neonatal Intensive Care Unit (NICU), to cover a broad spectrum of childbirth experiences and care needs. Additionally, linguistic proficiency in Greek was a key selection criterion to avoid communication barriers. Throughout the process, the anonymity of the participants was taken into account.
Results: The childbirth experience for women who underwent natural childbirth ranged from 3 to 10, with a mean score of 8.54 and a standard deviation of 1.616, indicating that most women who experienced natural childbirth reported positive experiences with relatively low variability among individuals. For women who underwent scheduled cesarean sections, the experience score ranged from 1 to 10, with a mean score of 7.91 and a standard deviation of 2.009. The higher standard deviation, compared to natural childbirth, suggests greater variability in experience, indicating that the experiences of these women may vary more significantly. The category of women who underwent emergency cesarean sections had scores ranging from 3 to 10, with a mean score of 6.96 and a standard deviation of 2.047, indicating the lowest average experience among the three categories, with relatively high variability, possibly reflecting the increased stress nature of emergency cesarean sections. The correlation between childbirth experience and the bond with the newborn after childbirth did not show statistically significant results. Finally, statistically significant relationships were identified between the number of children and rejection and pathological anger, the desire for pregnancy with the problematic bond, the desire for pregnancy with rejection and pathological anger, and the presence of a partner or another person during childbirth/cesarean section with the problematic bond.
Conclusions: The findings of the study suggest the need for a more integrated and multidimensional approach to supporting mothers during pregnancy and after childbirth, focused on enhancing the mother-newborn bond. The research highlights the importance of providing personalized support services and developing further methods to improve the quality of maternal care, taking into account the unique experiences and needs of each mother.