Ρυθμιστικοί παράγοντες συναισθηματικής προσαρμογής του υπογόνιμου ζευγαριού κατά την εμπειρία της εξωσωματικής γονιμοποίησης
Regulatory factors of emotional adjustment in the infertile couple during the experience of in vitro fertilization
Διδακτορική διατριβή
Συγγραφέας
Μουτζούρη, Μερόπη
Ημερομηνία
2024-12-17Επιβλέπων
Gourounti, KleanthiΛέξεις-κλειδιά
Υπογονιμότητα ; Ζευγάρι ; Προσαρμογή ; Ρυθμιστικοί παράγοντες ; Δυαδικές αναλύσεις ; Μοντέλο κοινής λογικήςΠερίληψη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Τα υπογόνιμα ζευγάρια προσαρμόζονται ικανοποιητικά στην εμπειρία της εξωσωματικής γονιμοποίησης και στην έκβασή της, ακόμα κι εάν είναι ανεπιτυχής. Ωστόσο, παρατηρούνται κάποιες περιπτώσεις υπογόνιμων ατόμων που είναι πιο ευάλωτα στην μη ψυχολογική προσαρμογή, όπως στην εκδήλωση αυξημένου άγχους και κατάθλιψης, κατά την διαδικασία εφαρμογής της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Οι περιπτώσεις αυτές υπογραμμίζουν την ανάγκη ανεύρεσης παραγόντων που σχετίζονται ή επηρεάζουν την συναισθηματική έκβαση, έτσι ώστε τα άτομα που είναι ευαίσθητα να ανιχνεύονται νωρίς από τους ειδικούς ψυχικής υγείας και να τους παρέχεται η κατάλληλη υποστήριξη και παρέμβαση.
Οι παράγοντες μπορούν να διακριθούν σε αντικειμενικούς και σε υποκειμενικούς. Στους αντικειμενικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνονται μεταβλητές που δεν επιδέχονται παρέμβασης από ειδικούς ψυχικής υγείας, όπως είναι η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και η εργασιακή κατάσταση, καθώς και κάποιες ιατρικές πτυχές της υπογονιμότητας και των τρόπων αντιμετώπισής της. Στις υποκειμενικές μεταβλητές περιλαμβάνονται διάφοροι παράγοντες οι οποίοι επιδέχονται παρέμβασης κι αλλαγής από το εξειδικευμένο προσωπικό, όπως είναι οι γνωστικές πεποιθήσεις και οι στρατηγικές αντιμετώπισης.
Ένα κοινωνικογνωστικό μοντέλο που επιχειρεί να εξακριβώσει τους παράγοντες που σχετίζονται με τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές υγείας των ατόμων που διαχειρίζονται χρόνια προβλήματα υγείας, είναι το Μοντέλο Κοινής Λογικής ή Μοντέλο Αυτορρύθμισης. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεωρία, κατά την διάγνωση ενός χρόνιου προβλήματος υγείας το άτομο διαμορφώνει γνωστικές αναπαραστάσεις ή πεποιθήσεις για το πρόβλημα, οι οποίες είναι οργανωμένες γνώσεις που πηγάζουν από συγκεκριμένες (π.χ. ανάμνηση από παρόμοια εμπειρία ενός οικείου προσώπου) ή αφηρημένες (π.χ. τηλεόραση) πηγές πληροφόρησης. Η διαμόρφωση των αναπαραστάσεων αποτελεί το πρώτο στάδιο και επηρεάζει το επόμενο στάδιο που αφορά στην επιλογή των στρατηγικών αντιμετώπισης του προβλήματος που θα υιοθετήσει το άτομο. Οι τρόποι διαχείρισης ουσιαστικά είναι μία σειρά εμφανών και συγκαλυμμένων διαδικασιών που διενεργεί το άτομο, είναι οι προσπάθειες και οι συμπεριφορές του ατόμου για την επίλυση του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει καθώς και για την μείωση της απειλής που αισθάνεται. Στην συνέχεια, οι αναπαραστάσεις και οι στρατηγικές αντιμετώπισης επηρεάζουν την προσαρμογή του ατόμου. Το συγκεκριμένο μοντέλο επιχειρεί να προβλέψει και να εξηγήσει αφενός τον τρόπο που η οργάνωση και η διαμόρφωση των πεποιθήσεων του ατόμου για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει επηρεάζουν τις στρατηγικές που θα επιστρατεύσει για την διαχείρισή του και την προσαρμογή του στην εμπειρία της νέας κατάστασης της υγείας του, και αφετέρου πώς οι στρατηγικές αντιμετώπισης του προβλήματος συσχετίζονται με τις εκβάσεις υγείας του ατόμου.
Πρόσφατα, το Μοντέλο Κοινής Λογικής έχει υιοθετηθεί, σε ιδιαιτέρως περιορισμένο όμως βαθμό, και από τους ψυχολόγους στο πεδίο της υπογονιμότητας, καθώς η ακούσια ατεκνία εμφανίζει κοινά σημεία με τα χρόνια νοσήματα. Επιπλεόν, υπάρχει ακόμη ένα επιχείρημα υπέρ της εφαρμογής της συγκεκριμένης θεωρίας κατά την μελέτη της ψυχολογίας της υπογονιμότητας. Το Μοντέλο Κοινής Λογικής αντιλαμβάνεται και προσεγγίζει το άτομο που αντιμετωπίζει πρόβλημα στην υγεία του όχι αποκομμένα από το περιβάλλον του, αλλά λαμβάνει υπόψη και την ενδεχόμενη επίδραση στις αναπαραστάσεις του από παράγοντες και πληροφορίες που προέρχονται από το οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του. Σύμφωνα με τους Leventhal κ.ά (1985), οι γνωστικές αναπαραστάσεις των μελών της οικογένειας μπορούν να επιδράσουν στην προσαρμογή του ατόμου, είτε άμεσα είτε έμμεσα, επηρεάζοντας αρχικά τις πεποιθήσεις του και τις στρατηγικές αντιμετώπισης κι ακολούθως την συναισθηματική του κατάσταση. Αυτό το χαρακτηριστικό του Μοντέλου Κοινής Λογικής συνάδει με τον αναντίρρητα δυαδικό χαρακτήρα της υπογονιμότητας και της εμπειρίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Σκοπός: Βασικός σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η αναζήτηση ορισμένων αντικειμενικών κι υποκειμενικών παραγόντων που σχετίζονται με την προσαρμογή των υπογόνιμων ζευγαριών κατά την εμπειρία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Όσον αφορά τους αντικειμενικούς παράγοντες, δόθηκε έμφαση σε κοινωνικο - δημογραφικές μεταβλητές, όπως είναι το μορφωτικό επίπεδο, η εργασιακή κατάσταση κι η ηλικία. Όσον αφορά τους υποκειμενικούς παράγοντες, διερευνήθηκε ο ενδεχόμενος ρόλος των γνωστικών αναπαραστάσεων και των στρατηγικών αντιμετώπισης υπό το πρίσμα του Μοντέλου Κοινής Λογικής. Η προσαρμογή ερευνήθηκε τόσο αναφορικά με την αρνητική της έκφανση, όπως είναι τα αυξημένα επίπεδα άγχους ή κατάθλιψης, όσο κι αναφορικά με την θετική της εκδοχή, όπως τον ικανοποιητικό βαθμό ευεξίας, την σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής, την ποιότητα ζωής κατά την θεραπεία γονιμότητας καθώς και την δυαδική προσαρμογή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπειρία της υπογονιμότητας και της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι δυαδική εν γένει, χρειάστηκε να διερευνηθεί η ενδεχόμενη συσχέτιση ή επίδραση στην προσαρμογή του ατόμου τόσο των παράγοντων του ίδιου του ατόμου όσο και των μεταβλητών που προέρχονται από τον σύντροφό του. Εφαρμόστηκαν αναλύσεις σε ατομικό και δυαδικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο, διερευνήθηκε η σχέση των γνωστικών αναπαραστάσεων και των στρατηγικών αντιμετώπισης που υιοθετεί το υπογόνιμο άτομο με τις διάφορες ενφάνσεις της προσαρμογής του κατά την εμπειρία της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Σε δυαδικό επίπεδο, αναζητήθηκε η αλληλεπίδραση αλλά και ο προβλεπτικός ρόλος των γνωστικών αναπαραστάσεων και των στρατηγικών αντιμετώπισης του ενός συντρόφου στην προσαρμογή τόσο του ιδίου όσο και του άλλου συντρόφου. Ακόμη, διερευνήθηκε η διαφορά των δύο φύλων στις γνωστικές αναπαραστάσεις και στις στρατηγικές αντιμετώπισης.
Μέθοδος: Στην έρευνα συμμετείχαν 57 υπογόνιμα ζευγάρια από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου και 33 υπογόνιμα ζευγάρια από το Γενικό Νοσοκομείο - Μαιευτήριο «Έλενα Βενιζέλου». Οι συμμετέχοντες διένυαν το στάδιο της ωοληψίας ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης. Οι αντίστοιχες Επιστημονικές Επιτροπές Έρευνας των δύο δημόσιων νοσοκομείων ενέκριναν το πρωτόκολλο διεξαγωγής της έρευνας.
Η συλλογή των δεδομένων έγινε με την χρήση αυτοσυμπληρούμενων ερωτηματολογίων. Συγκεκριμένα, έγινε χορήγηση και στα δύο μέλη του κάθε υπογόνιμου ζεύγους ενός ερωτηματολογίου δημογραφικών πληροφοριών, της κλίμακας μέτρησης του Άγχους και της Κατάθλιψης (Hospital Anxiety and Depression Scale, HADS), της κλίμακας μέτρησης της Ικανοποίησης από την Ζωή (Satisfaction with Life Questionnaire, SWLS), της κλίμακας μέτρησης της Σχετιζόμενης με την Υγεία Ποιότητας Ζωής (Health Survey Questionnaire, Short Form 36 / SF-36), της κλίμακας μέτρησης της Ποιότητας Ζωής κατά την Θεραπεία Γονιμότητας (Fertility Quality of Life Tool, FERTIQOL), της κλίμακας μέτρησης των Γνωστικών Αναπαραστάσεων (Illness Perception Questionnaire - Revised, IPQ-R), της κλίμακας μέτρησης των Στρατηγικών Αντιμετώπισης (Coping with Infertility Questionnaire, CIQ) καθώς και της κλίμακας μέτρησης της Δυαδικής Προσαρμογής (Dyadic Adjustment Scale, DAS).
Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση αφενός του στατιστικού πακέτου IBM SPPS 21.0 (version 26) και αφετέρου του στατιστικού πακέτου AMOS. Πραγματοποιήθηκαν οι εξής στατιστικές αναλύσεις: ανάλυση κανονικότητας, έλεγχος εγκυρότητας - επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων, έλεγχος αξιοπιστίας Cronbach’s Alpha, μονοπαραγοντικές αναλύσεις, και συγκεκριμένα Wilcoxon Signed Ranks και συσχετίσεις Spearman rho, πολυπαραγοντικές αναλύσεις, όπως πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση, καθώς και δυαδικές αναλύσεις (βασισμένων στο Actor – Partner Interdependence Model) μέσω δομικών μοντέλων και αναλύσεων διαδρομών (structural equation modeling).
Αποτελέσματα: Τα κύρια ευρήματα της παρούσας μελέτης είναι τα κάτωθι:
1. Δεν εντοπίστηκαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κοινωνικοδημογραφικές μεταβλητές των ανδρών και τις κύριες μεταβλητές της έρευνας που αφορούν πτυχές της προσαρμογής τους.
2. Εντοπίστηκαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κοινωνικοδημογραφικές μεταβλητές των γυναικών και τις κύριες μεταβλητές της έρευνας που αφορούν πτυχές της προσαρμογής τους.
3. Δεν εντοπίστηκαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κοινωνικοδημογραφικές μεταβλητές των ανδρών και τις διάφορες εκφάνσεις της προσαρμογής των γυναικών που σχετίζονται με πτυχές της προσαρμογής των ανδρών.
4. Δεν εντοπίστηκαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κοινωνικοδημογραφικές μεταβλητές των γυναικών και τις τις διάφορες εκφάνσεις της προσαρμογής των ανδρών.
5. Υπέστησαν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τις γνωστικές τους αναπαραστάσεις.
6. Υπέστησαν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές ανάμεσα στα δύο μέλη του υπογόνιμου ζευγαριού όσον αφορά τις στρατηγικές αντιμετώπισης που υιοθετούν.
7. Προέκυψε ότι οι αρνητικές γνωστικές αναπαραστάσεις τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών συνδέονται με την αρνητική προσαρμογή τους, ενώ οι θετικές γνωστικές πεποιθήσεις των ανδρών και των γυναικών με την καλύτερη προσαρμογή τους.
8. Διαπιστώθηκε ότι όλες οι πτυχές της προσαρμογής των ανδρών, εμφανίζουν αλληλεπιδράσεις με τις γνωστικές αναπαραστάσεις τους. Επίσης προκύπτει ότι μόνο οι πτυχές της προσαρμογής ανδρών ποιότητα ζωής και σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής των ανδρών παρουσιάζουν αλληλεπιδράσεις με τις γνωστικές αναπαραστάσεις των γυναικών.
9. Διαπίστώθηκε αλληλεπίδραση όλων πτυχών της προσαρμογής των ανδρών τόσο με τις στρατηγικές αντιμετώπισης των ιδίων, όσο και των συντρόφων τους. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι πτυχές της προσαρμογής των ανδρών κατάθλιψη, περιορισμός ρόλου λόγω προσωπικών ή συναισθηματικών προβλημάτων και γενική υγεία, ως εκφάνσεις της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητα ζωής, καθώς και ανοχή στην θεραπεία της μεταβλητής ποιότητα ζωής κατά την θεραπεία γονιμότητας, δεν εμφανίζουν αλληλεπιδράσεις με τις στρατηγικές αντιμετώπισης των γυναικών.
10. Διαπιστώθηκε ότι όλες οι πτυχές της προσαρμογής των γυναικών, εμφανίζουν αλληλεπιδράσεις με τις γνωστικές αναπαραστάσεις τους. Επίσης προκύπτει ότι όλες οι πτυχές της προσαρμογής των γυναικών αλληλεπιδρούν με τις γνωστικές αναπαραστάσεις των ανδρών, εκτός από τις εκφάνσεις της προσαρμογής σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής και ποιότητα ζωής κατά την θεραπεία των γυναικών.
11. Διαπιστώθηκε η αλληλεπίδραση όλων πτυχών της προσαρμογής των γυναικών, τόσο με τις στρατηγικές αντιμετώπισης των ιδίων όσο και των συντρόφων τους. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η πτυχή της προσαρμογής των γυναικών άγχος δεν εμφανίζει αλληλεπιδράσεις με τις στρατηγικές αντιμετώπισης των ανδρών.
12. Διαπιστώθηκε ο προβλεπτικός ρόλος τόσο των γνωστικών αναπαραστάσεων όσο και των στρατηγικών αντιμετώπισης και των δύο φύλων για τις διάφορες πτυχές της προσαρμογής των ανδρών. Οι στρατηγικές αντιμετώπισης των δύο φύλων κατά κύριο λόγο αποτελούν προβλεπτικούς παράγοντες για τις διάφορες διαστάσεις της προσαρμογής των ανδρών, σε σύγκριση με τις γνωστικές αναπαραστάσεις του υπογόνιμου αντρόγυνου.
13. Διαπιστώθηκε ο προβλεπτικός ρόλος τόσο των γνωστικών αναπαραστάσεων όσο και των στρατηγικών αντιμετώπισης και των δύο φύλων για τις διάφορες πτυχές της προσαρμογής των γυναικών.
14. Διαπιστώθηκε ότι σε κάποιες μεταβλητές η ίδια μεταβλητή του άνδρα και της γυναίκας προβλέπουν την ίδια εξαρτημένη μεταβλητή του ζεύγους ατομικά.
Συμπεράσματα: Διαδιαπιστώθηκε ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί μία δυαδική εμπειρία. Καταρχάς, διαπιστώθηκε ο προβλεπτικός ρόλος τόσο των γνωστικών αναπαραστάσεων όσο και των στρατηγικών αντιμετώπισης και των δύο φύλων για τις διάφορες πτυχές της προσαρμογής των ανδρών και των γυναικών ατομικά. Επίσης, διαπιστώθηκαν δυαδικές επιδράσεις, οι ίδιες αναπαραστάσεις του άνδρα και της γυναίκας και οι ίδιες στρατηγικές αντιμετώπισης που υιοθετούν και οι δύο προβλέπουν την ίδια πτυχή της προσαρμογής του ζεύγους ατομικά. Ακόμη, προέκυψαν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τις γνωστικές τους αναπαραστάσεις και τις στρατηγικές αντιμετώπισης.
Τα συμπεράσματα της μελέτης συζητούνται στα πλαίσια εφαρμογής μεθόδων υποστηρικτικής φροντίδας, παρεμβάσεων μείωσης της ψυχολογικής δυσφορίας και συμβουλευτικής, σε υπογόνιμα ζευγάρια που υποβάλλονται σε κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης, τα συμπεράσματα της έρευνας θα είναι πολύτιμα για το ιατρικό και μαιευτικό προσωπικό των μονάδων εξωσωματικής γονιμοποίησης καθώς θα αποκτήσουν μία σφαιρική εικόνα του προβλήματος γονιμότητας, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν τους σωματικούς, ψυχολογικούς, και κοινωνικούς παράγοντες σε κάθε ιατρική διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης είναι σημαντικά για τους ειδικούς ψυχικής υγείας που καλούνται τόσο να παρέχουν συμβουλευτική και στήριξη στα υπογόνιμα ζευγάρια όσο και να προλαμβάνουν μελλοντικά προβλήματα στη διάθεσή τους. Τέλος, η παρούσα διδακτορική διατριβή θα συμβάλλει σημαντικά μακροπρόθεσμα στην ανερχόμενη ειδικότητα στα επαγγέλματα ψυχικής υγείας, στην «συμβουλευτική αγωγή υπογονιμότητας».
Περίληψη
ABSTRACT
Introduction: Infertile couples generally adapt satisfactorily to the experience and outcomes of in vitro fertilization (IVF), even when unsuccessful. However, certain infertile individuals are more vulnerable to psychological maladjustment, manifesting increased anxiety and depression during the IVF process. These cases highlight the need to identify factors that influence emotional outcomes so that mental health professionals can detect at-risk individuals early and provide appropriate support and interventions.
These factors can be categorized as either objective or subjective. Objective factors include variables beyond the intervention scope of mental health professionals, such as age, educational level, and employment status, as well as medical aspects of infertility and its treatment. Subjective factors include modifiable variables, such as cognitive representations and coping strategies, which can be addressed and influenced by specialized staff.
A socio - cognitive model that seeks to identify factors related to reactions and health-related behaviors in managing chronic health conditions is the Common-Sense Model or Self-Regulation Model. According to this theory, upon diagnosis of a chronic health issue, individuals form cognitive representations or beliefs about the condition. These are organized understandings derived from specific (e.g., memories of a similar experience by a close person) or abstract (e.g., television) sources of information. The formation of these representations constitutes the first stage and influences the subsequent stage, which involves selecting the coping strategies the individual will adopt. Coping strategies consist of a series of overt and covert actions taken by the individual—efforts and behaviors aimed at addressing the health issue they face and at reducing the perceived threat. Subsequently, representations and management strategies influence the individual’s adjustment. This model aims to predict and explain how the organization and formation of cognitive representations impact both the coping strategies and the individual's adjustment to their new health condition. It also investigates how coping strategies relate to health outcomes.
Recently, the Common-Sense Model has been applied—albeit limitedly—by psychologists in the field of infertility, as involuntary childlessness shares characteristics with chronic illnesses. Furthermore, there is an additional argument for applying this theory in the study of infertility psychology: the Common-Sense Model considers the individual within their broader context, accounting for the influence of family, social, and cultural environments on their representations. According to Leventhal κ.ά. and Leventhal & Van Nguyen (1985), family members' cognitive representations can directly or indirectly influence an individual’s adaptation by shaping their beliefs and coping strategies, subsequently affecting their emotional state. This feature of the Common-Sense Model aligns with the undeniably dual nature of infertility and the experience of in vitro fertilization.
Aim: The primary aim of this doctoral dissertation is to explore objective and subjective factors associated with the adaptation of infertile couples during the IVF experience. Among objective factors, emphasis was placed on socio-demographic variables such as educational level, employment status, and age. Regarding subjective factors, the potential roles of cognitive representations and coping mechanisms were examined under the lens of the Common-Sense Model. Adaptation was investigated both in terms of its negative aspects (e.g., increased anxiety or depression) and positive aspects (e.g., well-being, health-related quality of life, fertility treatment quality of life, and dyadic adjustment). Considering that the experience of infertility and in vitro fertilization (IVF) is generally a dyadic one, it was necessary to explore the potential correlation or influence on an individual’s adjustment of both personal factors and variables originating from their partner. Analyses were conducted at both individual and dyadic levels. At the individual level, the study examined the relationship between the cognitive representations and coping strategies adopted by the infertile individual and the various aspects of their adjustment during the IVF experience. At the dyadic level, the interaction and predictive role of one partner’s cognitive representations and coping strategies on both their own adjustment and that of their partner were explored. Additionally, the study investigated gender differences in cognitive representations and coping strategies.
Methodology: The study included 57 subfertile couples from the University General Hospital of Heraklion and 33 subfertile couples from the General Hospital - Maternity "Elena Venizelou." The participants were in the oocyte retrieval stage of an in vitro fertilization cycle. Ethics committees from both institutions approved the research protocol.
Data collection utilized self-report questionnaires, including: a demographic information questionnaire, the Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS), the Satisfaction with Life Scale (SWLS), the Health-Related Quality of Life Questionnaire (Short Form 36 / SF-36), the Fertility Quality of Life Tool (FERTIQOL), the Illness Perception Questionnaire - Revised (IPQ-R), the Coping with Infertility Questionnaire (CIQ), and the Dyadic Adjustment Scale (DAS).
Statistical analyses were conducted using IBM SPSS 21.0 (version 26) and AMOS software. The following statistical analyses were performed: normality tests, validity checks, confirmatory factor analysis, reliability analysis (Cronbach’s Alpha), univariate analyses (Wilcoxon Signed Ranks, Spearman rho correlations), and multivariate analyses (multiple linear regression, dyadic analyses based on the Actor-Partner Interdependence Model, and structural equation modeling).
Results: The main findings of the present study are as follows:
1. No interactions were identified between the sociodemographic variables of men and the main variables of the study related to aspects of their adjustment.
2. Interactions were identified between the sociodemographic variables of women and the main variables of the study related to aspects of their adjustment.
3. No interactions were identified between the sociodemographic variables of men and the various facets of women’s adjustment related to aspects of men’s adjustment.
4. No interactions were identified between the sociodemographic variables of the female infertile population and the various facets of men’s adjustment.
5. More similarities than differences were observed between the two genders regarding their cognitive representations.
6. More similarities than differences were observed between the two members of the infertile couple concerning the coping strategies they adopted.
7. It was found that negative cognitive representations of both men and women are associated with their negative adjustment, while positive cognitive beliefs of men and/or women are linked to better adjustment.
8. It was found that all aspects of men’s adjustment interact with their own cognitive representations. Additionally, it emerged that only the aspects of men’s adjustment, "quality of life" and "health-related quality of life," interact with women’s cognitive representations.
9. Interaction was observed between all aspects of men’s adjustment and both their own and their partners' coping strategies. However, it was noted that aspects of men’s adjustment such as "depression," "role limitation due to personal or emotional problems," and "general health," as facets of health-related quality of life, along with treatment tolerance of the variable "quality of life during fertility treatment," do not interact with women’s coping strategies.
10. It was found that all aspects of women’s adjustment interact with their own cognitive representations. Furthermore, it was revealed that all aspects of women’s adjustment interact with men’s cognitive representations, except for the facets of adjustment "health-related quality of life" and "quality of life during treatment" of women.
11. Interaction was observed between all aspects of women’s adjustment and both their own and their partners’ coping strategies. However, it was noted that the aspect of women’s adjustment, "anxiety," does not interact with men’s coping strategies.
12. The predictive role of both cognitive representations and coping mechanisms of both genders was observed for the various aspects of men’s adjustment. The coping strategies of both genders predominantly serve as predictors for the various dimensions of men’s adjustment compared to the cognitive representations of the infertile couple.
13. The predictive role of both cognitive representations and coping mechanisms of both genders was observed for the various aspects of women’s adjustment.
14. It was observed that, in some variables, the same variable of both men and women predicts the same dependent variable of the couple individually.
Conclusions: IVF represents a dyadic experience. Cognitive representations and coping strategies of both partners significantly predict adaptation outcomes. Similarities between genders were more pronounced than differences in beliefs and strategies.
The conclusions of the study are discussed within the framework of applying supportive care methods, interventions to reduce psychological distress, and counseling for infertile couples undergoing a cycle of in vitro fertilization. Additionally, the findings of the research will be valuable for the medical and obstetric staff of in vitro fertilization units, as they will gain a comprehensive understanding of fertility issues, enabling them to assess the physical, psychological, and social factors in each medical procedure related to in vitro fertilization.
The results of this study are important for mental health professionals who are called upon to provide counseling and support to infertile couples, as well as to prevent future mood-related issues. Finally, this doctoral dissertation will significantly contribute in the long term to the emerging specialty in mental health professions, known as "infertility counseling."