Εμφάνιση απλής εγγραφής

Συνεργατικά εκπαιδευτικά δίκτυα: Η σύγχρονη προοπτική βελτίωσης της εκπαίδευσης

dc.contributor.advisorΣαλμόν, Ιωάννης
dc.contributor.authorΣατλάνης, Γεώργιος
dc.date.accessioned2022-05-12T11:12:21Z
dc.date.available2022-05-12T11:12:21Z
dc.date.issued2022-05-11
dc.identifier.urihttps://polynoe.lib.uniwa.gr/xmlui/handle/11400/2230
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26265/polynoe-2081
dc.description.abstractΤα τελευταία χρόνια η ανάγκη για ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων στην εκπαίδευση από τη χαμηλότερη βαθμίδα, μέχρι και την υψηλότερη, γίνεται ολοένα και πιο προφανής. Η ταχύτητα με την οποία εξελίσσεται και προχωράει η εκπαιδευτική διαδικασία παγκοσμίως, δημιουργεί στους κόλπους της εκπαίδευσης την απαίτηση για αλλαγή πορείας πλεύσης με σκοπό τη βελτίωση, ακολουθώντας καινοτόμα μονοπάτια. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από οργανωμένα δίκτυα συνεργασίας. Το ερώτημα που γεννάται από μια πρώτη θεώρηση έχει να κάνει με το κατά πόσο είμαστε έτοιμοι στην Ελλάδα να προβούμε σε μια τέτοια διεργασία δημιουργίας σχολικών δικτύων. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις και το στρατηγικό πλάνο; Είναι εφικτό τα σχολικά δίκτυα να δημιουργήσουν μια νέα φόρμουλα συνεργασίας και παραγωγής πόρων που να οδηγούν εν τέλει στην πολυπόθητη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης; Πώς θα ασκείται η διοίκηση; Ποιος ο ρόλος των Νέων Τεχνολογιών; Με ποιον τρόπο μπορούμε να αναδείξουμε τις δυσκολίες εφαρμογής και ποια είναι η δική μας πρόταση για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που προκύπτουν; Η σχολική συνεργασία μέσα από δομικά δίκτυα εκπαιδευτικών αποτελεί, σύμφωνα με τις μελέτες (ΟΟΣΑ, CUREE, Montgomery, Greenberg κλπ), την κορωνίδα της συλλογικής (αλλά και ατομικής) οργανωτικής μάθησης που οδηγεί σε εξειδικευμένη γνώση, βιώσιμη οργανωτική ανάπτυξη και πρακτικά στην «τέταρτη φάση βελτίωσης» του σχολείου (Muijs, 2010). Σύμφωνα με τους Reynolds και Hopkins, η πρώτη φάση βελτίωσης αφορούσε την οργανωτική αλλαγή και την αυτοαξιολόγηση των σχολείων, η δεύτερη την αποτελεσματικότητα και η τρίτη φάση βελτίωσης έδινε βάση στις επιδόσεις των μαθητών σε ενδοσχολικές διαδικασίες, στην ανάπτυξη ατομικών δεξιοτήτων και σε εξελιγμένες προσεγγίσεις επαγγελματικού προσανατολισμού. Κανένα από τα τρία αυτά στάδια δεν περιείχε τη συνεργασία σχολείων μέσω οργανωμένων δομών σχολικής δικτύωσης. Το κενό αυτό έρχεται να συμπληρώσει αυτή η αναδυόμενη τέταρτη φάση σχολικής βελτίωσης, με την αρωγή της ψηφιακής εποχής που διανύουμε, η οποία φέρνει τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς πιο κοντά από ποτέ (Muijs, 2010). Το συγκεκριμένο επίπεδο αποτελεί αντικείμενο μελέτης στη παρούσα εργασία. Προς το παρόν δεν υπάρχουν μελέτες κι έρευνες που να πιστοποιούν στο έπακρο την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου νέου μοντέλου συνεργασίας σε επίπεδο σχολικής κοινότητας. Ωστόσο, εφαρμόζοντας εξειδικευμένα προγράμματα σε χώρες όπως η Αγγλία και η Αυστραλία, προωθείται η ανάδειξη της βελτίωσης της παρεχόμενης εκπαίδευσης μέσα από τη συνεργασία σχολείων κι εκπαιδευτικών. Η συγκεκριμένη εργασία πραγματεύεται τη δυνατότητα προώθησης αυτής της συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων μέσα από την ανάπτυξη οργανωμένων σχολικών δικτύων, με την αρωγή, όπου απαιτείται, των Νέων Τεχνολογιών. Σκοπός της συνεργατικής αλληλεπίδρασης είναι η τελική παραγωγή ποιοτικών πόρων και κατ’ επέκταση η βελτίωση της παροχής του αγαθού της εκπαίδευσης, με ταυτόχρονη διάχυση των αποτελεσμάτων τόσο στην εκπαιδευτική κοινότητα, όσο και γενικότερα στην τοπική κι ευρύτερη κοινωνία. Τα ερευνητικά ερωτήματα αποσκοπούν στο να αναδείξουν αφενός την προϋπάρχουσα κατάσταση, φέρνοντας στην επιφάνεια το βαθμό ετοιμότητας κι αποδοχής της εκπαιδευτικής κοινότητας κι αφετέρου μέσα από τα πορίσματα της έρευνας να αναδείξουμε τη δική μας πρόταση ανάδειξης ευκαιριών και τρόπων αντιμετώπισης προβληματικών καταστάσεων, αξιοποιώντας εργαλεία της συστημικής θεωρίας. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν, εν κατακλείδι, τα κοινωνικοοικονομικά, δημογραφικά και γεωγραφικά κριτήρια, το ακαδημαϊκό επίπεδο και ο βαθμός εξειδίκευσης του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού, ο χρόνος αποδοχής της αλλαγής και οι παράγοντες που λειτουργούν ως καταλύτες στην τεχνολογική εξέλιξη κι αναβάθμιση των σχολικών μονάδων.el
dc.format.extent192el
dc.language.isoelel
dc.publisherΠανεπιστήμιο Δυτικής Αττικήςel
dc.rightsΑναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές*
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές*
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές*
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivatives 4.0 Διεθνές*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/*
dc.subjectΔίκτυα συνεργασίαςel
dc.subjectΣχολική βελτίωσηel
dc.subjectΣχολική αποτελεσματικότηταel
dc.subjectΕκπαιδευτική διαδικασίαel
dc.subjectΨηφιακή δικτύωσηel
dc.titleΣυνεργατικά εκπαιδευτικά δίκτυα: Η σύγχρονη προοπτική βελτίωσης της εκπαίδευσηςel
dc.title.alternativeCollaborative educational networks: The modern perspective for improving educationel
dc.typeΜεταπτυχιακή διπλωματική εργασίαel
dc.contributor.committeeSpyridakos, Athanasios
dc.contributor.committeeYannas, Prodromos
dc.contributor.facultyΣχολή Διοικητικών, Οικονομικών & Κοινωνικών Επιστημώνel
dc.contributor.departmentΤμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεωνel
dc.contributor.masterΔιοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδωνel
dc.description.abstracttranslatedIn recent years, cooperation between stakeholders and learning organizations from the lowest to the highest level has become increasingly necessary. The speed at which the educational process is evolving and advancing globally creates a demand within education for a change in order to improve, following innovative paths. According to recent studies, this can be achieved through organised networks of cooperation. The question that arises from a first consideration has to do with whether we are ready to undertake such a process of creating school networks in Greece. Do the conditions and the strategic plan exist? Is it feasible for these school networks to create a new formula for cooperation, but also for the production and management of resources that will ultimately lead to the improvement of the quality of education provided? How will management be exercised? What is the role of New Technologies? How can we highlight the strengths, implementation difficulties, opportunities and potential risks, and what are our own proposals for exploiting opportunities and managing problematic situations? School collaboration through structural networks of teachers is, according to studies (OECD, CUREE, Montgomery, Greenberg, etc.), the pinnacle of collective (but also individual) organizational learning leading to specialized knowledge, sustainable organizational development and practically the 'fourth phase of school improvement' (Muijs, 2010). According to Reynolds and Hopkins the first phase of improvement was concerned with organizational change and school self-evaluation, the second with effectiveness and the third phase of improvement focused on student performance in in-school processes, individual skills development and sophisticated career guidance approaches. None of these three phases involved schools working together through organised school networking structures. This gap is being filled by this emerging fourth phase of school improvement, aided by the digital age we live in, which is bringing schools and teachers closer together than ever before (Muijs, 2010). This particular phase of improvement is the subject of study in this paper. At present, there are no studies that fully validate the effectiveness of such a new model of cooperation at the level of the school community. However, by implementing specific programs in countries such as England and Australia, for example, there has been improvement of the education provided through the collaboration between schools and teachers. The paper, therefore, deals with the possibility of promoting this cooperation between teachers and school units through the development of organised school networks, with the help of New Technologies where necessary. The purpose of this interaction is the final production of high-end resources which will improve the quality of the education provided, with simultaneous dissemination of the results both to the educational community and, more generally, to the local and wider society. The research questions aim, on the one hand, to highlight the pre-existing situation, bringing to the surface the degree of readiness and acceptance of the educational community and, on the other hand, through the findings of the research, to highlight our own proposal for exploiting opportunities and addressing problematic situations using tools of systemic theory. In conclusion, what will play an important role are socio-economic, demographic and geographical criteria, the academic level and degree of specialization of the teaching and administrative staff, the time of acceptance of change and the factors that act as catalysts in the technological development and upgrading of school units.el


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Thumbnail

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στις ακόλουθες συλλογές

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές
Εκτός από όπου επισημαίνεται κάτι διαφορετικό, το τεκμήριο διανέμεται με την ακόλουθη άδεια:
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές