Ο βιοχημικός έλεγχος των φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου
Biochemical screening of inflammatory bowel disease
Λέξεις-κλειδιά
Φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου ; Νόσος του Crohn ; Βιοδείκτες ; Ελκώδης κολίτιδα ; Βιοχημικός έλεγχοςΠερίληψη
Οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου είναι δύο. Η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα. Και στις δύο αυτές καταστάσεις παρατηρείται φλεγμονή σε σημεία του γαστρεντερικού σωλήνα. Η κύρια πηγή διάγνωσης και παρακολούθησής της είναι οι ενδοσκοπικές μέθοδοι οι οποίες συχνά είναι μη ανεκτές από τους ασθενείς με πολλούς να δυσανασχετούν. Πλείστες μελέτες έχουν γίνει με στόχο την εύρεση βιοδεικτών οι οποίοι θα περιορίσουν και ιδανικά θα εξαλείψουν την ανάγκη διεξαγωγής άλλων εξετάσεων για τη διάγνωση, την πορεία της νόσου, την ανταπόκριση στη θεραπεία και τη διαφορική διάγνωση με άλλες ασθένειες. Προς το παρόν κάποιοι από αυτούς τους βιοδείκτες χρησιμοποιούνται από τους γιατρούς αλλά δεν μπορούν να στηριχτούν όλα αυτά που προαναφέρθηκαν από τη συγκέντρωση των δεικτών αυτών στο αίμα ή στα κόπρανα. Πιο συγκεκριμένα επί του παρόντος στη διάγνωση και στην παρακολούθηση χρησιμοποιούνται η C αντιδρώσα πρωτεΐνη, η ταχύτητα καθίζησης ερυθροκυττάρων τα περιπυρηνικά αντιουδετεροφιλικά αντισώματα (pANCA) και η καλπροτεκτίνη κοπράνων. Ωστόσο υπάρχουν και κάποιες ουσίες οι οποίες είναι ελπιδοφόρες. Παράδειγμα η λακτοφερρίνη, έχοντας υψηλή ειδικότητα και ευαισθησία βοηθάει στη διαφορική διάγνωση μεταξύ φλεγμονωδών νόσων του εντέρου και σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Επίσης η νεοπτερίνη κοπράνων συσχετίζεται με τη σοβαρότητα της νόσου και η ακρίβειά της είναι πολύ κοντά με αυτήν της καλπροτεκτίνης. Επιπλέον, η πρωτεΐνη S100A12 και το διαλυτό ST2 αποδεδειγμένα μειώνονται ύστερα από αγωγή με αντιφλεγμονώδη φάρμακα κατοπτρίζοντας έτσι την ανταπόκριση στη θεραπεία. Η ποσοτική ανοσοχημική εξέταση κοπράνων είναι ίσως η πιο πρακτική διότι είναι παγκοσμίως φθηνή και διαθέσιμη αλλά και τα αποτελέσματα βγαίνουν εύκολα και γρήγορα. Άλλες ουσίες που συνδέονται με τις IBD είναι η M2 πυροσταφιλική κινάση, η λυσοζύμη και άλλες. Ακόμα και κάποια miRNAs ίσως να συνδέονται με τη νόσο. Αν και ορισμένοι βιοδείκτες είναι πολλά υποσχόμενοι είναι αναγκαίο να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να ενταχθούν στις εξετάσεις ρουτίνας αυτών των ασθενειών.
Περίληψη
Inflammatory bowel diseases are two. Crohn's disease and ulcerative colitis. The main method of diagnosing and monitoring them is endoscopic, which are often intolerable by the patients. Plenty of studies have been done to find biomarkers that will limit and ideal-ly eliminate the need for other tests in order to diagnose, treat the disease, inspect the response to treatment and make the differential diagnosis with other diseases. Currently some of these biomarkers are used by doctors but not all of the aforementioned can be supported by the concentration of these markers in blood or feces. More specifically, C-reactive protein, erythrocyte sedimentation rate, perinuclear antineutrophil cytplasmic antibodies (pANCA) and stool calprotectin are currently used in diagnosis and monitoring of IBD. However, there are also some substances that are promising. For example, lac-toferrin, having high specificity and sensitivity, helps in the differential diagnosis between inflammatory bowel disease and irritable bowel syndrome. Also, faecal neopterin is asso-ciated with disease severity and its accuracy is very close to calprotectin’s accuracy. Fur-thermore, S100A12 protein and soluble ST2 seem to decrease after the intake of anti-inflammatory drugs thus reflecting response to treatment. The quantitative immuno-chemical examination of feces is probably the most practical choice because it is univer-sally cheap and available, but also the results are easy and fast. Other substances linked to IBDs are M2 pyrostaphil kinase, lysozyme etc. Even some miRNAs may be linked to the disease. Even though some biomarkers are promising, further research is needed to be done in order to include them in the routine examinations of these diseases.