Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα-ΔΕΠ(Υ)- Γονότυπος, Φαινότυπος και Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Παρεμβάσεις
Attention Deficit Hyperactivity Disorder-ADHD-Genotype, Phenotype and Modern Educational Interventions
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία
Συγγραφέας
Ιωαννίδου, Ανδρομάχη
Ημερομηνία
2021-02-11Επιβλέπων
Konstanti, OuraniaΛέξεις-κλειδιά
Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα ; ΔΕΠΥ ; Γονίδια ; Φαινότυπος ; Σύγχρονες Εκπαιδευτικές Παρεμβάσεις ; Attention Deficit Hyperactivity Disorder ; ADHD ; Genes ; Phenotype ; Modern Educational InterventionsΠερίληψη
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας/ΔΕΠ(Υ) αποτελεί μια νευρο-αναπτυξιακή διαταραχή με υψηλό επιπολασμό –ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία- και με μεγάλη ετερογένεια από τη γενετική και νευροβιολογική της βάση μέχρι και τη συμπτωματολογία της. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω προκύπτει μια δυσκολία σε κάθε εκπαιδευτικό να αντιληφθεί τα ιδιαίτερα συμπτώματα και να κατευθύνει τους γονείς ώστε να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό. Η ΔΕΠ(Υ) θεωρείται μια ισχυρώς κληρονομήσιμη διαταραχή, για τον λόγο αυτό στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται βασικά στοιχεία της γενετικής της βάσης σύμφωνα με τα οποία ενοχοποιούνται μια σειρά γονιδίων με επικρατέστερα τα εξής: DAT1, DRD4, DRD5, GNB5, MECP2, SCAPER, MAP1B, TCF20, C12orf4, C12orf57, CDK20, HIVEP1 και VPS13B (Human Disease Database). Τα περισσότερα από αυτά αποτελούν γονίδια πρωτεϊνικής κωδικοποίησης. Ταυτόχρονα έχει παρατηρηθεί ότι μεταβολομικοί βιοδείκτες όπως τα επίπεδα φαινυλαιθυλαμίνης, νορεπινεφρίνης, φερριτίνης, ψευδαργύρου κ.ά που ανιχνεύονται στα ούρα, στον ορό και στο πλάσμα του αίματος μπορούν να αποτελέσουν διαγνωστικό εργαλείο της ΔΕΠ(Υ). Ωστόσο υπάρχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες οι οποίοι μέσω επιγενετικών μηχανισμών συμβάλλουν στην εμφάνιση της διαταραχής. Κάπνισμα, αλκοόλ, προωρότητα, διατροφή, τραύματα και κακώσεις εγκεφάλου, φυσική και ψυχική υγεία μητέρας και βρέφους και έκθεση σε τοξικές ουσίες είναι οι βασικότεροι επιγενετικοί παράγοντες για τη ΔΕΠ(Υ).
Γενετικοί και επιγενετικοί παράγοντες οδηγούν στη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου φαινότυπου στα άτομα με ΔΕΠ(Υ), ωστόσο για την αποτελεσματικότερη παρουσίασή του επιλέχθηκε η επιμέρους αναζήτηση αρχικά του ενδοφαινότυπου και ακολούθως του εξωτερικού φαινότυπου. Η μελέτη του ενδοφαινότυπου ανέδειξε δομικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις στον προ-μετωπιαίο φλοιό, στα βασικά γάγγλια, στην παρεγκεφαλίδα, στον θάλαμο στο μεσολόβιο και στον επικλινή πυρήνα του εγκεφάλου των ατόμων με ΔΕΠ(Υ). Στη συνέχεια αναζητήθηκαν όλα τα στοιχεία του εξωτερικού φαινότυπου που καταλήγουν σε τρεις επιμέρους τύπους ΔΕΠ(Υ):1. Κατηγορία Απροσεξίας, 2. Κατηγορία Υπερκινητικότητας/Παρορμητικότητας, 3. Συνδυαστική Κατηγορία. Η ολοκλήρωση του πρώτου μέρους επισφραγίζεται με την αναφορά στη συννοσηρότητα της ΔΕΠ(Υ) καθώς πλήθος διαταραχών με κοινή γενετική βάση όπως ο αυτισμός, η διπολική διαταραχή, η παχυσαρκία, το σύνδρομο Tourette, ασθένειες που σχετίζονται με τη σωστή ανάπτυξη των εγκεφαλικών μερών αλλά και ψυχολογικές διαταραχές εμφανίζονται συχνά μαζί με τη ΔΕΠ(Υ).
Στο δεύτερο μέρος αναλύονται όλες οι πρακτικές διαδικασίες που αφορούν στη διάγνωση και στη διαχείριση της διαταραχής. Αρχικά γίνεται αναφορά στα συνήθη διαγνωστικά πρωτόκολλα, με τα κριτήρια του DSM-V και του ICD-10 να αποτελούν τα επικρατέστερα, αλλά και σε εναλλακτικές μεθόδους διάγνωσης όπως το τεστ οφθαλμοκίνησης του Παυλίδη. Τις διαγνωστικές μεθόδους ακολουθεί η ανάλυση των τρόπων διαχείρισης των ατόμων με ΔΕΠ(Υ) αρχής γενομένης από τη χρήση διεγερτικών (μεθυλφαινιδάτη) και μη διεγερτικών (ατομοξετίνη) φαρμάκων. Ιδιαίτερη σημασία για το άτομο με ΔΕΠ(Υ) αποτελεί η ψυχολογική υποστήριξη και η ένταξη σε ένα πρόγραμμα ψυχοκοινωνικής θεραπείας, ενώ συχνά επιλέγονται και εναλλακτικές
μορφές θεραπείας (π.χ. θεραπείες βιο-ανάδρασης).
Επιτομή της παρούσας εργασίας αποτελεί η παρουσίαση εξειδικευμένων εκπαιδευτικών παρεμβάσεων σε παιδιά με ΔΕΠ(Υ). Ο κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι επιστημονικά ενήμερος για όλα τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα που αναλύθηκαν παραπάνω. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να υλοποιήσει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα εκπαιδευτικής παρέμβασης που θα περιλαμβάνει στρατηγικές όπως η αλληλοδιδακτική μέθοδος, η ομαδική εργασία, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η υλοποίηση τεχνικών όπως τα μικρά διαλείμματα, η χρήση μη λεκτικής επικοινωνίας, η χρήση σύγχρονων εποπτικών μέσων (λογισμικό μετατροπής προφορικού σε γραπτό λόγο), η χρήση εργαλείων τύπου fidget...Η εγκεφαλική πλαστικότητα, έπειτα από προγράμματα παρέμβασης σε άτομα με ΔΕΠ(Υ), είναι υπεύθυνη για την αύξηση του όγκου ορισμένων εγκεφαλικών δομών που σχετίζονται με τη διαταραχή γεγονός που θέτει το μέλλον των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων σε εξελισσόμενη τροχιά. Ήδη εφαρμόζονται πειραματικά προγράμματα σε παιδιά με ΔΕΠ(Υ) που εκπαιδεύονται σε εικονικές τάξεις (virtual classrooms). Ωστόσο τίποτα από όσα προαναφέρθηκαν δεν μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα αν δεν υπάρχει συνεργασία ψυχολόγου, εκπαιδευτικού και οικογένειας.
Περίληψη
ADHD is a neurodevelopmental disorder with a high prevalence - especially in childhood – and characterized by large heterogeneity from its genetic and neurobiological basis to its symptoms. As a result, every teacher confronts a difficulty to perceive the particular symptoms and give directions to parents to contact a specialist. ADHD is a highly inheritable disorder. There are several genetic and metabolomics biomarkers that seem to be responsible for the etiology of ADHD. DAT1, DRD4, DRD5, GNB5, MECP2, SCAPER, MAP1B, TCF20, C12orf4, C12orf57, CDK20, HIVEP1 and VPS13B (Human Disease Database) are the elite genes. Phenylethylamine, Norepinephrine, Zink levels in blood, plasma and urine are some of the metabolomic biomarkers in ADHD. However, there are environmental factors that contribute to the occurrence of the disorder through epigenetic mechanisms. Epigenetic factors for ADHD are smoking, alcohol, premature birth, eating habits, trauma and brain injury, physical and mental health of mother and baby and exposure to toxic substances.
Genetic and epigenetic factors lead to the formation of a specific phenotype in people with ADHD. Phenotype consists of endophenotype and external phenotype. The study of the endophenotype reveals structural and functional differences in the prefrontal cortex, basal ganglia, cerebellum, corpus callossum and nucleus accumbens of people with ADHD. External phenotype in ADHD is the behavior of people with ADHD and lead to their categorization into three sub-types: 1. Inattention type, 2. Hyperactivity /Impulsivity type, 3. Combined type. The first part is completed with the reference to the comorbidity of ADHD. Disorders with a common genetic basis such as autism, bipolar disorder, obesity, Tourette's syndrome, diseases related to the proper development of the brain parts and other neuropsychological disorders often occur along with ADHD.
The second part deals with all the practical procedures related to the diagnosis and management of the disorder. Initially, there is a reference to the usual diagnostic protocols, with the criteria of DSM-V and ICD-10 being the most prevalent, but also to alternative diagnostic methods such as the Pavlidis eye movement test. Managing people with ADHD starting from the use of stimulant (methylphenidate) and non-stimulant (atomoxetine) drugs comes next. Psychological support is also important for the person with ADHD, while alternative forms of treatment are often chosen (e.g. biofeedback therapies).
A significant point of this assignment is the presentation of specialized educational interventions in children with ADHD. Every teacher should be scientifically aware of all modern scientific data analyzed above. In this way he/she will be able to implement a personalized educational intervention program that include strategies such as peer-to-peer tutoring, teamwork, student initiatives, implementation of techniques such as short breaks, the use of non-verbal communication, the use of modern teaching materials (such as voice-to-text writing software) and the use of fidget tools… Brain plasticity is responsible for increasing the volume of certain brain structures for individuals that follow ADHD intervention programs. This puts the future of educational interventions on an evolving trajectory. Children with ADHD are already being trained in virtual classrooms as part of experimental programs. However, it is the duty of the educator to realize that none of the above can bring positive results if there is no cooperation between the child's family, the psycologist and the teacher.